Ποντιακές λέξεις με προέλευση την αρχαία, ή την αρχαΐζουσα Ελληνική.
Αφιερώνεται στον πατέρα μου Δημήτριο (Δήμο) Μεταξά γεννημένο στην Πουλαντζάκ Πόντου, που πρώτος μου επισήμανε τη σχέση της ποντιακής με την αρχαία ελληνική γλώσσα.
Γιώργος Μεταξάς
Εισαγωγή
Η ποντιακή διάλεκτος ομιλείτο στα κεντρικά και ανατολικά νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου, εκεί που είχαν εγκατασταθεί Μιλήσιοι άποικοι κατά το 750 πΧ (αρχικά στη Σινώπη και κατόπιν ανατολικότερα μέχρι την Τραπεζούντα) φέρνοντας μαζί τους την ιωνική διάλεκτο, μια από τις έξη διαλέκτους του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Η ποντιακή διάλεκτος δέχθηκε αναπόφευκτα επιρροές από περσικές, αραβικές και τουρκικές λέξεις, σαν συνέπεια επιδρομών ή εγκατάστασης των λαών αυτών στην περιοχή, αλλά και Ιταλών που ασχολούμενοι με το εμπόριο και τη ναυτιλία είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή της Τραπεζούντας.
Παρόλα αυτά, εξαιτίας της σχετικής γεωγραφικής απομόνωσης της περιοχής και του γεγονότος ότι απετέλεσε ανεξάρτητη αυτοκρατορία από τον 13ο μέχρι τα μέσα του 15ο αι., πολλές λέξεις της αρχαίας ελληνικής διατηρήθηκαν είτε αυτούσιες είτε παραλλαγμένες, ενώ μεγάλες ομάδας Ποντίων που παρέμειναν στην περιοχή μετά το προσφυγικό κύμα του 1922 και αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν, χρησιμοποιούν μέχρι και σήμερα συστηματικά την ποντιακή διάλεκτο.
Παρακάτω, συγκεντρώνονται μερικές χαρακτηριστικές λέξεις που έχουν άμεση σχέση με τα αρχαία ελληνικά.
Δεν περιλαμβάνονται λέξεις με προφανή ομοιότητα με αντίστοιχη λέξη των Νέων Ελληνικών (πχ «τσακούται» = τσακίζεται, «μαρέσκεται» = μαραίνεται), ενώ περιέχονται και λέξεις με λατινική ή βυζαντινή προέλευση.
Με παχείς χαρακτήρες σημειώνονται τα γράμματα που προφέρονται με τη χαρακτηριστική ποντιακή προφορά. Για παράδειγμα το α και ο ακούγονται περισσότερο σαν ε, το χ περισσότερο σαν βαρύ σ, το ίδιο και το σ, ενώ τα ζ, ξ, ψ προφέρονται βαριά με τους ίδιους ήχους.
Γενικοί αρχαϊσμοί της ποντιακής, η οποία προέρχεται από το αρχαίο ιωνικό ιδίωμα:
- Τα επώνυμα σε –ίδης, ίάδης, δηλωτικά πατρότητας
- Η διατήρηση του Ιωνικού ε, αντί του η (πχ νύφε, αντί νύφη)
- Η διατήρηση του ω, αντί του ου ( πχ λωρίν, αντί λουρί)
- H κατάληξη των θηλυκών επιθέτων σε –ος, αντί –η (πχ έμμορφος, αντί όμορφη)
- Η διατήρηση του Ιωνικού σ (πχ σεύτλον, αντί τεύτλο)
- Η διατήρηση της σε –ον κατάληξη της προστακτικής (πχ γράψον)
- Οι καταλήξεις ρημάτων σε –ώνω, αντί –ίζω
Πηγές:
Άρθρα των Θ. Σαββίδη και Αρχοντούλας Κωνσταντινίδου.
- Το Εγχειρίδιο Διδασκαλίας της Ποντιακής, του Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών.
- Τα κόμικ «Αστερίξ» στην Ποντιακή.
- Το λεξικό Ποντιακής, του Άνθιμου Παπαδόπουλου.
- Το Ετυμολογικό Λεξιλόγιον Ποντιακών Λέξεων, προερχομένων από την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, του Ν. Λαπαρίδη.
Παρατήρηση: Ενδέχεται σε προβολή σε smartphone, η στοίχιση να μην είναι σωστή.
Ποντιακά Νέα Ελληνικά Αρχαία Eλληνικά
A
αβαρέσα η χασομέρα α + βαρύς
αβάριστος μη έγκυος α + βαρύς
άβρωτος που δεν τρώγεται α + βρώσις
αγαλένιγα ανήσυχα από το α + γαλήνη
αγγείον ασκός μουσικής αγγείον
αγγεύω αγγίζω από το εγγύς
αγκαλώ ή εγκαλώ κατηγορώ εγκαλώ
αγλάγανος ρηχός α + γλάφω (κοιλαίνω)
αγλαφάζω καθαρίζω αυλάκι γλάφω (κοιλαίνω)
αγληγορετά σύντομα γρηγορώ
αγλούπιστος αξεφλούδιστος α + γλουπίζω
αγνά παράξενα αγνώς, από το γιγνώσκω (πβλ άγνωστος)
άγνεφος ξύπνιος α + νήφω (πβλ νηφάλιος)
αγνωσία ανοησία α + γνώσις
αγούρ / άγουρος νέος / άνδρας άωρος
αγρείμαι αγριεύομαι άγριος
αγροίκιστος αγροίκος αγροίκος
αγρούστιν ανώριμος, πολύ νωρίς άωρος
άγωμαν πηγαιμός άγω
αδά εδώ ώδε
αδαπέσ’ εδώ μέσα εδώ + από + έσω
αδάρτι προ ολίγου ήδη + άρτι
αδέλαγον όχι μπερδεμένο α + δελιάζω
άετε εμπρός! άγετε
αέτσ’ έτσι ουτωσί
αϊλλοί αλλοίμονο αλλ’ οίμοι
αΐκος τέτοιος αούτικος
αθάλα καπνιά αιθάλη
αθέρα ρεύμα αέρα αιθήρ (πνοή)
αθέρας ακμή μαχαιριού αθήρ (η άκανθα του σιταριού)
αιγίδ γίδι αίγα
αίθρα αιθρία, ύπαιθρο αιθρία
αίρα ήρα (σιταριού) ήρα
αιρέτης πεισματάρης από το αιρώ
ακαλλίωτος άπλυτος α + καλλιώνω
άκλερος άκληρος α + κλήρος
ακρέντικα ευαίσθητα σημεία στο σώμα αρχοντικά
άκριτος αδίκαστος α + κρίνω
αλαχτόριν κόκκορας αλέκτωρ
αλίζω αλατίζω από το αλς (θάλασσα)
αλόξενος τελείως ξένος όλος + ξένος
αλυκός αλμυρός αλυκός
άμελα αμελώς από το αμελής
αμένυχτος χωρίς μήνυμα α + μηνύω
αμνάζω γεννώ (σε πρόβατο) από το αμνός
άναλος ανάλατος α(ν) + άλας
αναλώ διαβρέχω αναλύω
ανάμνον περίμενε από το αναμένω
αναντί αντίθετα από τη ροή ανάντι
αναρύνω αραιώνω αρύνω
ανασκάφτω υβρίζω νεκρό ανά + σκώπτω
άνασμαν αναπνοή ανασθμαίνω
αναστορώ ανιστορώ ανιστορώ
ανασπάλω ξεχνώ ανά + σφάλλω
άναυα εκτός άνευ
αναύγιστος αλεύκαντος α + αυγίζω (από το αυγή)
ανέγνωμος χωρίς γνώμη α + γνώμη
άνοικος αυτός που δεν έχει σπίτι άνοικος
ανοιχτής μάντης από το ανοίγω το μέλλον
άνοκνος εργατικός άοκνος
ανόμοτος παράνομος α + νόμος
αντίμαχος αντίπαλος αντίπαλος
αντρίζω παντρεύομαι (για γυναίκα) ανδρίζω
αοίκα τέτοια, παρόμοια έοικα (παρακείμ. του ομοιάζω)
αούτος αυτός ούτος
απαγκαικά πάνω κάτω επάνω και κάτω
απαντή προϋπάντηση από το απαντώ (συναντώ)
απανοίγω ανοίγω λίγο υπανοίγω (ανοίγω κρυφά)
απές μέσα από + έσω
απίδιν αχλάδι άπιον
απιτάζω διατάζω επιτάσσω
απογλουπίζω ξεφλουδίζω από + γλουπίζω
αποδελιάζω ξεμπλέκω από + δελιάζω
αποκραίνω χλιαρώνω ζεστό νερό από + κραίνω (κρυώνω)
απόλετον στόμα φλύαρο απύλωτον
απολινώνω φθείρω ύφασμα από + λινώνω
απομαθάνω ξεχνώ ότι έμαθα από + μανθάνω
απομάλα έμμεσα από + ομαλώς
απομυλίουμαι παθαίνω εξάρθρωση γονάτου από + μύλη (επιγονατίς)
απονεγκάσκουμαι ξεκουράζομαι από + αναγκάζομαι
απορία έλλειψη πόρων, αδυναμία απορία
αποσκευαρίζω μαζεύω τα σκεύη από το από + σκεύος
αποσκελάουμαι παθαίνω εξάρθρωση γοφού από το από + σκέλος
αποτιμώ προσβάλλω αποτιμώ (περιφρονώ)
αποτουνύ ή αποτενύ από τώρα και στο εξής από + του + νυν
αποφτιλίζω ξεπουπουλιάζω από το από + πτίλον (πούπουλο)
απράγεμαν νωθρότης από το άπραγος
άρ (πχ αρ έρθεν) άρα άρ(α)
αράζω τρέχω ορμητικά (για νερό) αράσσω (κρούω ισχυρώς)
αργυρός λαμπρός αργός (λαμπρός)
άρκος αρκούδα άρκτος
άρμοσμαν συναρμογή άρμοσμα (πβλ και αρμός)
αρνικεύω γίνομαι ατίθασος από το αρρενικός (άρρην)
αροθυμώ λαχταρώ από ραθυμώ ή επιθυμώ
άρρηκος άφθαρτος άρρηκτος (στερεός)
άρρητα ασυνάρτητα από το άρρητος
αρσούζης επίμονος, θρασύς αρσί-πους (δραστήριος, ταχύς)
αρύς αραιός αρύς
άσα ανάσα άση (ιωνικό)
άσαλγος ασελγής ασελγής
ασινός χωρίς βλάβη ασινής
ασπαλίουμαι κλείνομαι ασφαλίζομαι
ασπαλώ κλείνω ασφαλίζω
αστόχευτος απρόσεκτος α + στοχεύω
ασύγκλιστος αλύγιστος α + συγκλίνω
ατάσταλος άτακτος ατάσθαλος
ατέρετος αφρόντιστος α + τηρώ (πβλ απαρατήρητος)
άφαρος ζωηρός, οξύθυμος άφαρ (ταχέως)
αφκά κάτω από + κάτω
αφνίζω ατμίζω, αφρίζω ατμίζω
αφόραχτος αιφνίδιος υφορώμαι (υποψιάζομαι)
αφόριγος γυμνός α + φορώ (φέρω)
αφορμασία υπεκφυγή αφορμή
αφς άφησε άφες (αφίημι)
άφτω, αφτύνω ανάβω άπτω
αχαντιάζω βλ χαντιάζω
αχάντιν αγκάθι άκανθα
άχαρον ταλαίπωρος από το α + χάρις
αχνίδι ψαροκόκκαλο ακανίδιο
αχοιράχαντος σκαντζόχοιρος χοίρος + άκανθος
αχπάνω αποσπώ εκσπώ
αχπαράουμαι τρομάζω εκσπαράττω
αχπάσκουμαι ξεκινώ από το εκσπώ
αχρανέα οσμή άπλυτων σκευών χραίνω (αλείφω, λερώνω)
αχταλεύω σκαλίζω εκτίλλω
άχωρος άγουρος άωρος
αψέα απότομα, γρήγορα από το αψύς
αψίκαρδος θερμόαιμος αψύς + καρδία
άψιμον άναμμα άπτω
B
βαρέα βαριά, δύσκολα,
άσχημα βαρέως
βαρύτιμος ή βαρέτιμος πολύτιμος βαρύτιμος
βασμός βαθμίδα, όριο χωραφιών βασμός
βατία βάτος βατίεια
βάφτω βυθίζω σε νερό βάπτω
βένετος γαλανός από το βυζαν. βένετος
βιντώ οιστρηλατούμαι βινητιώ
βολίζω ή βολάζω βυθίζω από το βολή (πβλ και βολιστήρ)
βορίζω αερίζω, δροσίζω από το βορρέας
βοτρύδιν τσαμπί βοτρύδιον
βουκόλος τσοπάνος βουκόλος
βουλή θέληση βουλή
βούω βυθίζω και λερώνω βύω (γεμίζω)
βοώ κραυγάζω βοώ
βραχιόνα μπράτσο βραχίων
βρούχος είδος βάτραχου, πολύ άσχημος φρύνος
βρύμαν αφθονία βρύω (αφθονώ)
βρώση νοστιμιά βρώσις (τροφή)
βύθος λήθαργος βυθός (βάθος)
βώκος ανόητος βώκος (βουκόλος)
βώλιν σβώλος χώματος βωλίον
Γ
γαβάθα γαβάθα από το λατιν. cavus
γαλενά γαλήνια από το γαληνός
γαμαρίζω ή μαγαρίζω μολύνω από το μεγαρίζω (φέρομαι σαν Μεγαρεύς)
γαμέτα! (μέτα!) άνδρα, σύζυγε από το γαμέτας
γανώνω γανώνω γανώ (λαμπρύνω)
γαρίζω (γαραλαΐζω) φωνάζω δυνατά γαρύω ή γηρύω (πβλ γκαρίζω, Γηρυόνης)
γαστρίν κοιλιά γαστέρα
γέλος γέλιο γέλως
γερίν κυρτός φράκτης γυρός (κυρτός)
γητεύω χρησιμοποιώ μαγικά γοητεύω (εξαπατώ)
γιαβρίν παιδί μου από το αβρός
γιαγλίν λίπος γλίνα
γιάμ μήπως για + να + μη
γίνα μακριά τρίχα ις (ίνα)
γλεπίζω ξεφλουδίζω εκλεπίζω
γλοιάζω ή γλάζω γλιστρώ από το γλοιός (το λάδι που αφαιρούσαν οι αθλητές με τη στλεγγίδα)
γλουπίζω ξεφλουδίζω εκλωπίζω
γλύνω διαλύω, συνθλίβω εκλύω
γλύφω ξύνω, κοιλαίνω γλύφω (πβλ γλύπτης)
γναφίν σαγόνι γνάθος
γνώσκω γνωρίζω, αισθάνομαι γινώσκω
γογγυλώνω γουρλώνω τα μάτια γόγγυλον (βολβός)
γομάριν φορτίο ζώου γόμος (φόρτωμα πλοίου)
γομούμαι γεμίζομαι από το γομώ
γουζίν όγκος, γόνατο, αμβλύ σημείο όζος (ρόζος)
γούλα λαιμός από το λατιν. gula
γουλιμία βουλιμία βουλιμία
γούρνα γούρνα γρώνη (βαθουλωτή πέτρα)
γράνω φθείρω γράω ή γραίνω (ξύνω, ροκανίζω)
γράσκουμαι φθείρομαι γραιόομαι (γηράσκω, φθείρομαι)
γριβώνω γατζώνομαι από το αγρίφη (πβλ αγκράφα)
γριζεύω εκχερσώνω εκριζώω
γρύμψος ισχνός με γαμψή μύτη από το γρύψ (γρύπας)
γυναικίζω νυμφεύομαι (για άντρα) από το γυνή
γυρώνω κυρτώνω γυρώ
Δ
δαβρέχω ποτίζω ελαφρά διαβρέχω
δαβαίνω διαβαίνω διαβαίνω
δακλύζω ξεπλένω με νερό διακλύζω (βλ κλύσμα)
δάκνω δαγκώνω δάκνω
δάνος δάνειο δάνειον
δάξιμον δάγκωμα δήξις
δάριν περιορισμένη τροφή από το λατιν. diariun (συσσίτιο)
δαρμενεύω συμβουλεύω διερμηνεύω
δασκεύω διδάσκω διδάσκω
δαστολίζω καταλαγιάζω από το διαστέλλω
δαταγός αυτός που διατάζει από το διατάζω
δασύν πυκνό, πηχτό δασύς (τριχωτός)
δασυρμονή διασυρμός από το διασύρω (έλκω)
δαυλίζω υποκινώ από το δαυλός
δέδ(ιν) φόβος δέος
δείσα υγρασία, ομίχλη δεύω (βρέχω)
δέμα δεσμός δέμα (δεσμός)
δεξίζω δείχνω δείκνυμι
δερ έδεσμα είδαρ
δέρκουμαι χτυπιέμαι από το δέρω
δί(γ)ω δίνω δίδω
δικέλλ(ιν) γεωργική σκαπάνη δικέλλιον
δικλωπία διπροσωπία δις + κλώψ (κλέφτης)
διπλάζω διπλασιάζω διπλάζω
διχωτός αμφίβολος διχωτός
δόδιν κίνδυνος, κακή τύχη από το δίοδος
δολώνω νοθεύω δολώ (εξαπατώ)
δονώ (δονίζω) κουνώ δονώ
δρακέλλενος ο θρυλικός Έλληνας δράκος + Έλλην
δρανίν ράφι, υπερώο έδρανον
δράχνω αρπάζω δράττομαι
δυναστά μεγάλη ανάγκη από το δυνάστης
δώμαν κατοικία, στέγη δώμαν
Ε
εβγάλλω εξάγω εκβάλλω
εβγώνω βγαίνω εκβαίνω
εγδίν γουδί ίγδη
έγκα έφερα ήνεγκα
εγκαλώ μηνύω κάποιον εγκαλώ
εγνεύω νεύω εκνεύω
εγνεφίζω ξυπνώ, ξεμεθώ εκνήφω
εθαρώ νομίζω θεωρώ
έθε, ‘θε του, αυτού έθεν
ειδοσίδα μορφή, πρόσωπο είδος (μορφή)
είδωλον εικόνα, φάντασμα είδωλον
εικάζω συμπεραίνω, θεωρώ εικάζω
εικός εικασία εικός (το πιθανόν)
ειτεκεί προς τα εκεί είτα + εκεί
εκείθεν από εκεί εκείθεν
εκείμ’νε πλάγιαζα από το κείμαι
ελάεμαν το έλεος από το ελεώ
ελάμνω οργώνω, κωπηλατώ ελαύνω (ωθώ)
έμνοστος νόστιμος έμνοστος
έμπαιδος (έμποδος) έγκυος εν + παις
εμπαλλίζω μπαλώνω από το εμπάλιν
εμπρολάτης προπορευόμενος εμπρός + ελάτης (από το ελαύνω)
έμψυχα σπλάχνα από το έμψυχος
έναξάι πολύ λίγο ένα + ξάι (από το λατιν. exagium –> ζυγαριά)
εναύλιν αυλή, κήπος εναύλιος
ενέχκουμαι είμαι συνεργός ενέχομαι
εντάμα αντάμα εν + τω + άμα
εντώκα χτύπησα ενέδωκα
εξαγουρεύω εξομολογώ εξαγορεύω (βγάζω στη φόρα)
έξαμος μέτρηση διαστάσεων από το λατιν. examen (κανών)
εξάπτω ανάβω εξάπτω
εξέβα, εσέβα βγήκα, μπήκα έξω (έσω) + βαίνω
εξέγκα, εσέγκα έβγαλα, έβαλα εξ (ες) + ήνεικα (ήνεγκα)
εξόμπλιν πατρόν κεντήματος, μορφή από το λατιν. exemplum (υπόδειγμα)
εξοπίσ' ανάποδα (εμπρός πίσω) έξω + οπίσω
επεβγάλλω ανταποδίδω από + εκβάλλω
επέντεσα συνάντησα από το απαντώ
επίβαρος βραδυκίνητος επί + βαρύς
επίχερος επιδέξιος επί + χείρ
εποίναμε κάναμε από το ποιώ
επορεί μπορεί από το πόρος (πέρασμα)
ερέχκουμαι μου αρέσει κάτι ορέγομαι
εριστέας εριστικός από το ερίζω
έταιρος σύντροφος εταίρος
έτερος άλλος έτερος
ευδία καλοκαιρία ευδία
εύκαιρος άδειος, βολικός, ανόητος ευ + καιρός (κατάλληλος για χρήση)
εύλερος σπανός, απαλός εύλερος
έφρονος χαρούμενος εύφρων
εφτάγω κάνω ευθειάζω
εχτήθα από μνήμης, ή καρδιάς εκ στήθους
έχτομος υβριστής έκτομος (ευνούχος)
εχτρέβω αντιστρέφω εκστρέφω
Ζ
ζαντός τρελλός σάννας (μωρός)
ζευλίν εξάρτημα ζυγού ζώου ζεύγλη
ζογρύνω υγραίνω από το διυγραίνω
ζωγρίζω αιχμαλωτίζω, κτυπώ ζωγρέω
Η
ηλάζω εκθέτω στον ήλιο ηλιάζω
ήμαρτα! συγγνώμη! από το αμαρτάνω (αστοχώ)
ήμπαν οπουδήποτε ην + πη + αν
ημσός μισός ήμισυς
ήνταν οτιδήποτε ήν + τι + αν
ήντζαν οιοσδήποτε ην + τις + αν
ήπαρη συκώτι ήπαρ
Θ
θαλαμίδ’ χώρισμα, αποθήκη θαλαμίδιον
θαλύνω βλαστάνω θάλω
θέκω βάζω τίθημι
θελεσινά με τη θέληση από το θέληση
θελκός θηλυκός από το θήλυ
θέμα διοικητική περιοχή από το βυζαν. θέμα
θερακώνω εξαγριώνομαι θηριακός
θεωρία όψις, θωριά θεωρία
θήμιγμαν γαμήλιος χορός, κάλαντα από το φημίζω (διασπείρω φήμη)
θόλιν καμάρα θόλος
θονός σωρός θις- θινός (σωρός)
θρακώνω ανάβω κάρβουνα ανθρακώ
θρονίν θρόνος, κάθισμα θρόνος
θρύμμαν ψίχουλο θρύμμα
θρύφτω κομματιάζω θρύπτω
θύμπρον θυμάρι θύμβρον
θώπεκας τσακάλι θως
θωρέα όψη θεωρία
Ι
ιδάναι να δείς από το ιδείν
ιδάσιμος όμορφος από το ιδείν
ιδρωκαμάτ(ιν) μεροκάματο ιδρώς + κάματος
ιθάκιν μαστός αγελάδας τίτθη (θηλή)
ικανώ είμαι ικανός, αρκετός ικανώ
ίλα θερμοπαρακαλώ από το ίλεως
ιλαρός γερός, υγιής ιλαρός (ευχάριστος)
ιλλιαεύω χαιδεύω ίλαος (εύθυμος, ευγενής)
ιλοίφιν πανί για τρίψιμο από το αλοίφω
ιλός λείος λείος
ίμμονα επίμονα έμμονα
ινώνω γίνομαι πηκτός ινώ (ενδυναμώνω), πβλ ίνα
ιστορώ διηγούμαι ιστορώ
ιχώριν κρόκκος αυγού ιχώρ (αίμα θεών)
Κ
καβέα σωρός, αποθήκη από το λατιν. cavea (κλωβός)
καγκανείς κάποιος καν + κανείς
καδίν κάδος καδίον
καθέδρα θρόνος καθέδρα (κάθισμα)
καθελακός καθ’ ολοκληρίαν καθολικός (γενικός)
κάθεν κάτω, παρακάτω κάτωθεν
κάκαλα όρχεις από το caracalla (κουκούλα) λατινικά
κάκη έχθρα κάκη (μοχθηρία)
καλέμ καπνοδόχος κάλαμος
καλιβώνω πεταλώνω από το λατιν. caliga (στρατιωτικό υπόδημα με καρφιά)
καλλίων καλύτερος καλλίων
κάλλος ομορφιά κάλλος
καλλύνω γίνομαι ωραίος από το κάλλος
καν μέχρι, περίπου και + αν
κανείμαι είμαι επαρκής, δύναμαι ικανέω- ικανέομαι
κάντζαρος αράχνη κάνθαρος
καντζίν καρπός καρυδιού, φουντουκιού κανθίον
καντυλάζω πρήζομαι (σε πληγή) κανθύλη (σπυρί)
καπίστρι χαλινός από το λατιν. capistrium
καπίτζιν αλεστικό δικαίωμα καπίθι (μέτρο όγκου)
κάποθεν από κάπου καν + πόθεν
κάρα κεφάλι κάρα
καρνάλιν καλάθι για τρόφιμα από το λατιν. carnarium (κρεατοθήκη)
καρσί αντίκρυ εγκαρσίως
καρτόφιν ή καρτόλιν πατάτα από το γερμανικό kartoffel
κάτα γάτα από το λατιν. catus (αίλουρος)
καταθαρρώ έχω ελπίδα κατά + θαρρώ
κατάκλα τούμπα κατά + κλάω
καταλύνω καταστρέφω καταλύω
καταμήνια έμμηνη ρύση καταμήνια
κατασπάνω κομματιάζω κατασπώ
κατατάγουμαι προέρχομαι κατατάσσομαι
καταφανίζω εξαφανίζω καταφανίζω
κατενίζω ξεπλένω καταιονίζω
κατερύζω απομακρύνω κατερύκω (εμποδίζω)
κατί καθώς, όπως κι + αν + τις
κατσίν μέτωπο κάψα, καψίον
κελεύω δίνω οδηγίες κελεύω
κεμέρ ζώνη με θήκες καμάρα (στρατιωτική ζώνη)
κενώνω αδειάζω κενώνω
κεπί(ν) κήπος κηπίον
κερδαίνω κερδίζω κερδώ
κερεντή κόσα (μεγάλο δρεπάνι) κείρω (κουρεύω), ή αρμένικο
κεσ’ ή κέσου προς, εκεί και + έσω
‘κι δεν ουκ > ουκί > κι
κι (εμπρός από φων.) και και
κιάν προς τα πάνω και + άνω
κιάρ λοιπόν και + άρα
κιντέα ή κινθέα τσουκνίδα κνίδη
κιούπ πιθάρι κύπη (κύπελο)
κίσσα καρακάξα κίσσα
κιτάρ(ιν) λειρί, κλειτορίδα κίδαρις
κλεθρίν κλήθρα κλήθρα (είδος δέντρου)
κλητόριν συγκέντρωση διασκέδασης κλητός (προσκεκλημένος)
κλιβάν’ εστία κλίβανος
κλινάριν κρεβάτι κλίνη
κλίνη παιδικό κρεβάτι -κούνια κλίνη
κλίσκουμαι σκύβω από το κλίνω
κλιστός σκυφτός από το κλίνω
κλώσκουμαι γυρίζω πίσω κλώθω (συστρέφω το νήμα)
κνήθω ή κνέθω ξύνω μέρος σώματος κνήθω
κνησμάρα φαγούρα κνησμός
κοιλώνω βαθουλώνω κοιλώνω
κοκκίν σιτάρι από το κόκκος
κολάζω βασανίζω κολάζω (τιμωρώ)
κόλφος ή κόλφιος στήθος, αγκαλιά κόλπος (στήθος)
κομπούμαι απατώμαι από το κομβώ (εξαπατώ)
κομπώνω εξαπατώ κομβώ (εξαπατώ)
κομψού γυναίκα ραδιούργα κομψός (πολυμήχανος)
κοντυλησία κόπωση κονδυλισμός (γρονθοκόπημα)
κοράσον κορίτσι κοράσιον
κόρδα χορδή χορδή
κόρος υγρασία εδάφους κόρος (χορτασμός)
κορώνα κοράκι κορώνη
κορωνίδιν ρόπτρο κορωνίς (κυρτό αντικείμενο)
κοσσάρα κότα κόσσα (ιωνικός τύπος)
κόττος κουτός, αλλόκοτος κόττος
κοτύλη σβέρκος κοτύλη (κοίλωμα)
κουΐζω φωνάζω κοΐζω (γρυλλίζω), ή ηχοποίητο
κούκουβα ανακούρκουδα από το κυφός
κουλίζω κολοβώνω κόλος (πβλ κολόβωμα)
κουλώνω αμβλύνω κολούω (κολοβώνω)
κουμούλιν σωρός από το λατιν. cumulus (σωρός)
κουρνόν νερό καθαρό κρουνός (νερό που αναβρύσει)
κούρσος επιδρομή από το λατιν. cursus
κουρφεύω επαινώ, καυχώμαι κορυφεύω (αποκορυφώνω)
κουσπίν μεντεσές από το λατιν. cuspis (αιχμή)
κούφος κούφιος κούφος (ελαφρύς)
κοχλακιστόν βραστό κοχλάζω
κοχλίδιν σαλιγκάρι κοχλίας
κραματίζω κατακάθωμαι (σε υγρά) κραματίζω (αναμιγνύω, εμβαπτίζω)
κρατεύκομαι συγκρατούμαι κράτος (δύναμις, ισχύς)
κράτος παροχή υποστήριξης κράτος (δύναμις, ισχύς)
κρεμάνω κρεμώ κρεμμάνυμι
κρεμόνα φρύγανα ακρέμων (κλώνος)
κρενίν βρύση κρήνη
κρούμπιν οφθαλμός φυτού κόρυμβος (ακραίο τμήμα)
κρούω χτυπώ κρούω
κρωπίν τσάπα κρώπιον
κυττάρ(ιν) πέος, αιδοίον κύτταρον
κώδιν σώμα, ανάστημα κώδιον (δέρμα προβάτου)
κωδών κουδούνι κώδων
κώμα κωμοπόλεις από το κώμη
Λ
λάβ(ιν) λαβή λαβίς
λαγγεύω πηδώ λαγγόω (πηδώ προς τα πίσω)
λάγκα αργοκίνητα λαγγάζω (βραδύνω)
λαλασεύω παραχαδεύω λαλαγέω (φλυαρώ)
λαλάτσ(ιν) πέτρα λάας (λίθος)
λαμνίν λάμα από το λατιν. lama (λάμα, έλασμα)
λάμνω κωπηλατώ, οργώνω ελαύνω
λανόν αραιό, ελαφρύ από το λατιν. lana (χνούδι)
λαπάρα το κρέας της κοιλιάς λαπάρη
λαρούμαι γίνομαι καλά από το ιλαρός (ευχάριστος)
λάσκουμαι περιφέρομαι αλάομαι (βλ και αλήτης)
λαταρίζω σαλεύω, κινούμαι από το ελατήρ
λαχ μακάρι να, είθε λαγχάνω (πβλ και λαχνός)
λαχίδα σειρά από το λαγχάνω
λαχμάζω λαχανιάζω λιχμάζω (γυρίζω τη γλώσσα σαν φίδι), ή ηχοποίητο
λάχτα κλωτσιά από το λακτίζω
λαχτάζω κλωτσώ λακτίζω
λεβόρ(ιν) ελλέβορος (βότανο) ελλέβορος
λεγνός λεπτός λύγινος (φτιαγμένος από λυγαριά)
λειρίτα αγριόχορτο λείριον (κρίνος)
λειφτός λειψός, χαζός από το λείπω
λείχω γλείφω λείχω
λελεύω να σε χαρώ λιλαίωμαι (επιθυμώ, χαίρομαι)
λεμόνα παγανιστική θεότητα των αγρών* από το λεμόνι/λειμών με κατάληξη –όνα, κατά τη
ρωμαϊκή θεότητα Pomona (pomum = φρούτο)
* κατά την άποψη του γράφοντος, η συνήθης ερμηνεία είναι ότι προέρχεται από "Ηλιομάνα"
λευρός σπανός, απαλός λευρός (λείος, ομαλός)
λεφτά προσεκτικά λεπτός (ευφυής)
λεφτοκάριν φουντούκι από το βυζαν. λεπτοκάρυον
λεχτόριν πετεινός αλέκτωρ
λίβος σταγόνα, σύννεφο λείβω (στάζω), λιψ (σταγόνα)
λιγωρία στεναχώρια, αδημονία ολιγωρία (αμέλεια)
λιθάρ πέτρα λίθος
λιμάζω πεινώ πολύ από το λιμός
λίντζιν ή λύντσ’ λείος λίθος, βότσαλο από το όλυνθος (άγουρο σύκο)
λιροπρόσωπος δύσμορφος λιρός (αισχρός)
λισγάριν, λιστρί σκαπάνη λίσγος, λίστρον (σκαπάνη)
λοβίν θήκη σπόρων, όσχεο λοβός
λογάδιν κόσμημα, πολύτιμο λογάς (διαλεχτός, βλ Σπαρτιάτες)
λοιμική ιλαρά από το λοιμός
λοπίν περίβλημα, φλούδα λόπος (φλοιός)
λουπακίζει χιονίζει
μεγάλες νιφάδες από το τολύπη
λοχούσα λεχώνα λεχώ
λωλός τραυλός ολωλώς- όλλυμι (χάνομαι)
λώμα ρούχο λώμα (ραφή), λώπη (ρούχο, πβλ λωποδύτης)
λώματα πράγματα από το αναλώματα
λωρίζω βάζω λουριά από το λωρίον
Μ
μαβίν κυανό από το λατιν. malva
μαγαρίζω βλ γαμαρίζω
μακέλλιν κασμάς μακέλλη
μάλα ομαλά ομαλά
μάλαγμα χρυσός από το αμάγαλμα (από το μαλάσσω)
μαλέας συφιλικός (βλ και φραγκομάλα)
μαλέζ(ιν) χυλός μάζα
μαλόν μυελός μυελός
μανίν καμμένο ύφασμα μανός (αραιός)
μανίουμαι διαλύομαι σε στάχτη από μανός (αραιός)
μάντος σχοινί για ανύψωση ιμάς - ιμάντος
μάραντο αμάραντος (λουλούδι) αμάραντον
μαργώνω μουδιάζω μάργος (ανόητος)
μαρμαρίζω ακτινοβολώ μαρμαρίζω (πβλ μάρμαρο, μαρμαρυγή)
μαρουκούμαι αναμασώ την τροφή μηρυκώμαι
μαρτσούφ μικρός σάκκος μαρσίπιον
μαστρώνω θηλάζω από το μαστός
μάστορας μάστορας από λατιν. magister
μαχ έχθρα (έθιμο σιωπής) μάχη
μαχάν φυσητήρας σιδηρουργού μηχανή
μαχανά αιτία, δικαιολογία μηχανή
μεγαλύνω μεγαλώνω μεγαλύνω
μεζετέρ ή μειζετέρ προύχοντες μείζονες
μελεθρείον εξάρτημα του μύλου μύλωθρον
μελιτώνω γλυκαίνω μελιτώ
μενίζω μηνύω μηνύω
μέρ μήπως, πού μη + άρα
μεράκ πόθος από το ίμερος (πόθος)
μεριάμ και όμως μη + άρα + μη
μερίν μηρός μηρίον
μέρμερα βαθύς ύπνος μέρμηρα
μεσάζω βρίσκομαι στο μέσον μεσάζω
μεσοδία μέση του δρόμου μέσος + οδός
μέφκουμαι υποψιάζομαι μέμφομαι (κατακρίνω)
μιάρ μήπως μη + άρα
μικρόντας από την παιδική ηλικία μικρός όντας
μνέσκουμαι θυμούμαι μνέομαι
μόδι χρηματικό ποσό μόδιον (μέτρο σιτηρών)
μοίρα μερίδιον μοίρα
μονή διαμονή μονή
μορ βατόμουρο μόρον
μορτή ενοίκιο χωραφιού από το μείρομαι
μούρδος θολός μούρδα (κατακάθι) πβλ μούργα
μουστρίζω γίνομαι κατηφής από το λατιν. monstrum (τέρας)
μουχτερόν αγριόχοιρος από το μοχθηρός
μουχτερός ανάγωγος μοχθηρός
μύλιν προσθήκη αλευριού σε φαγητό άμυλον
μύρα μυρωδιά μύρον
μύριοι πάρα πολλοί μύριοι (10.000)
μωδώ μουδιάζω αιμωδιώ
μώλιν σωρός από πέτρες μώλος (πβλ μώλος λιμανιού)
μωμόγερος ακμαίος γέρος από το Μώμος (θεός της μομφής) + γέρων
μωρός ανόητος μωρός
μώσαν ευθύς ως μη + ωσάν
Ν
νάζω λιπαίνω, οργώνω νεάζω (ανανεώνω)
ναϊλλοί αλλοίμονο αλλ’ οίμοι
νάλια ύφαλα πλοίου ενάλιος
νασάν χαρά σε ... να + ωσάν
ναφιλέ άχρηστος ανωφελής
νέαθεν εκ νέου νεόθεν
νεγκάσκουμαι κουράζομαι αναγκάζομαι
νεζβήνω σβήνω ανασβέννυμι
νίφκουμαι νίβομαι από το νίπτω
νοΐζω καταλαβαίνω νοώ
νόμα δώσε από το νέμω (πβλ διανέμω)
νουνίζω σκέφτομαι από το νόος - νους
νώμα δώσιμο από νωμώ
Ξ
ξαγορεύω εξομολογώ εξαγορεύω
ξάι καθόλου από το λατιν. exagium (μέτρο χωρητικότητας)
ξαμώνω εξομοιώνω εξομοιώνω
ξάφτω πυρώνω εξάπτω
ξάψη ή ξάψιμον πυράκτωμα έξαψις
ξεραχούμαι ξεκαρδίζομαι εκραχώ (εξαρθρώνω την ωμοπλάτη)
ξερώ τα λέω όλα εκ + ερώ (από το λέγω)
ξύγαλαν γιαούρτι από το βυζαντινό οξύγαλα
ξύνω χύνω εκχέω
Ο
οδή θέση, σειρά οδός
όθεν όπου όθεν
οκνέας τεμπέλης οκνός
οκνία τεμπελιά οκνία
όλισμαν καθίζηση ολίσθημα
ολολύζω θρηνώ ολολύζω
ομάζω μοιάζω ομοιάζω
ομάλα ισιώματα ομαλός
όμνυσμαν όρκος από το ομνύω
ομνώ ορκίζομαι ομνύω
ονειδάζω κοροιδεύω από το όνειδος
όνειδος ντροπή όνειδος
οράζω βλ ωράζω
ορθίαν αλήθεια από το ορθόν
ορμάν πυκνή βλάστηση, δάσος ορμανόν (δύσκολο)
ορμίν ρυάκι από το ρυμίον
ορνίθιν κότα όρνιθα
ορτάρι χοντρή κάλτσα αρτήρ / αορτή (παπούτσι / μάλλινη κάλτσα)
ορωγμώ ερευνώ ερευνώ
ορωνεία ειρωνεία από το είρων
οσπιτιανός σπιτικός από το βυζαντινό οσπίτιον (πβλ και hospital)
οστούδ(ιν) βλ στούδιν
ούβα το φυτό σουβριά όα
ούμπαν όπου όπου + αν
ουρνούμαι ουρλιάζω ωρύομαι
ούτω πως έτσι (υβριστικά) ούτω πως
οχλεύω επιπλήτω οχλεύω (υποκινώ), πβλ και όχλος, αναμοχλεύω κλπ
οψέ χθες οψέ (αργά), πβλ και όψιμος
Π
πα πάλι πάλιν
πάγγελος περίγελος παν + γέλως
πάγουρος καβούρι πάγουρος
παθιάσκουμαι προσβάλλομαι από ασθένεια από το πάθος
παίγνα παιχνίδια, κοροϊδία παίγνια
παιδεύω διδάσκω παιδεύω
πάλα σπάθα από το πάλλω
παλάζω ρυπαίνω παλάσσω
παλαλός παλαβός απολωλώς (απόλλυμι)
παλλαγώνω επισκευάζω παλλακώ
πάντεινος πολύ ανδρείος παν + δεινός
παντέλλενος άξιος Έλληνας παν + Έλλην
πάπας ή πάππας πατέρας πάππας (πατέρας)
παράβουλα απερίσκεπτα παρά + βουλή
παραθεός προστάτης παρά + θεός
παρακάθ νυχτέρι από το παρακάθημαι
παρακαμίν εστία παρά + κάμινος
παρακόλλιν παρατσούκλι παρά + κολλώ
παραστάρ παραστάτης πόρτας παραστάτης
παραφέρω παραβάλω, παρομοιάζω παραφέρω
πάρδος γάτος από το λατιν. pardus (πάνθηρ)
πάρια φρούτα,
δώρα στον γαμπρό από το λατινικό pario (παράγω, φέρνω)
παρχάρα βοσκόποποι βυζαντινό «παρά το χωρίον» (μια εκδοχή)
παρώρας παράκαιρα παρά + ώρα
παρώτι σκουλαρίκι παρά + ους - ωτός
πεκούλιν περιουσία από το λατν. peculium
πελώρ(ιν) πανύψηλος πελώριος
πενητεύω είμαι φτωχός πενητεύω
πέπαινος ώριμος από το πεπαίνω
πέραν θέμπεραν πέρα για πέρα πέραθεν
περάνω διαβαίνω περώ
περίλοιποι υπόλοιποι περί + λοιποί
περισάν ταλαίπωρος από το περισσός
περίχαρος πολύ χαρούμενος περιχαρής
πέρπερα χρυσά νομίσματα από το βυζαντινό υπέρπυρα
πίζηλος αυτός που εύκολα ματιάζεται επίζηλος (αξιοζήλευτος)
πιθήκω βάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο επί + θέτω (από το επέθηκα)
‘πίκαλα πολύ καλά επί + καλά
πιλώνω φτάνω στο τέλος πιλώ (σφίγγω)
πινάκιν ξύλινο πιάτο πινάκιον
'πιρρίφτε ξύλινο φτυάρι για ψωμί επί + ρίπτω
‘πιταγός αυτός που διατάζει από το επιτάσσω
‘πιτάζω διατάζω επιτάσσω
πλάθω είμαι πλήρης πλήθω (πβλ και Πλήθων)
πλαν δίπλα, πλάι πλάγιος
πλάνος απατεών πλάνος
πλάνω δημιουργώ πλάσσω
πλείον περισσότερο πλείον
πλερώνω γεμίζω πληρώ
πλήσκω πληγώνω πλήσσω (κτυπώ)
πλουμίν κέντημα από το λατιν. pluma (φτερό)
ποδεδίζω ικετεύω πους + έζομαι (γίνομαι υποπόδιο) ή
από + δείδω (παίρνω τον φόβο / κακό)
ποίμαν κακό πλάσμα ποίημα (τεχνούργημα)
ποίσον κάνε από το ποιώ
πουθέν ή πουδέν πουθενά ποθέν
πουλλίν πουλί από το λατιν. pullus (νεοσσός)
πουρπουρίζω λαμποκοπώ από το υπέρπυρος (διάπυρος)
πραγιάζω ησυχάζω πράος
προσκάρδια ή προκάρδια μαστοί προς + καρδία
προσονιδάζω κοροιδεύω προς + ονειδίζω
προσώρας προσωρινά προς + ώρα
πύρα φωτιά πυρά
πυράζω πυρακτώνω πυράζω
Ρ
ρακάνιν φυσικό εμπόδιο ορκάν, από το έρκος (φραγμός)
ράμμα κλωστή ράμμα
ραφίδιν χοντρό νήμα ραφίς
ριγώ κρυώνω, τρέμω ριγέω (τρέμω)
ρινέα λίμα ρίνη
ρούζω πέφτω ρέω, ροή
ροχάζω ροχαλίζω από το ρόγχος
ρυπώνω ρυπαίνω ρυπώ
ρωχότιν ρήγμα ρωχμός
Σ
σαλμίν δοκάρι, κυλινδρικό ξύλο σέλμα
σαντάλι σανδάλι σάνδαλο
σαχτάριν στάχτη από το στακτή (στάζω)
σβολούμαι τα χάνω ασβολώ (μαυρίζω), πβλ αποσβολωμένος
σέθα, σήκος σκώρος σης
σερεύω σωρεύω σωρεύω
σεύτλον ή σεύτελον τεύτλο σεύτλον
σεύτελος ανόητος από το ευτελής
σιγερός σιωπηλός σιγηρός
σίγνα σημάδι, ίχνος από το λατιν. signum (σημείο, σημάδι)
σίτα καθώς εις + όταν
σίφωνας τυφών σίφων (θαλάσσιος τυφών)
σκέντρο κεντρί κέντρον
σκιρρός πηκτός σκιρρός (σκληρός, πηκτός)
σκοπέλ σκιάχτρο σκόπελος (βράχος)
σκοτία σκοτάδι σκοτία
σκουλλίζω ζύμωμα μαλλιών βαφτιζόμενου με κερί από το σκόλλυς
σκουλλίν τούφα μαλλιών σκόλλυς
σκούλος γόμφος μηρού σκέλος
σκούμαι σηκώνομαι από το σηκώ
σκουντουλίζω μοσχοβολώ σκουττάριν > κουττάριον > κύτταρο (κερήθρα)
σκουτέλιν πινακίδα από το λατιν. scutella
σκωλέκ σκουλήκι σκώληξ
σκώφτω περιγελώ, διαβάλω σκώπτω
σούγλα σούβλα από το λατιν. subula
σουμά κοντά από το σιμός
σουχράζει σουρουπώνει ωχριάζει – αισχριά
σπάζω σφάζω σφάζω
σπάνω ραγίζω, σπάζω σπάω-ώ
σπέλια σπηλιά σπήλαιον
σπεντάμ’ σφένδαμο σφένδαμος
σπίγγω πιέζω από το σφίγγω (στα Ιωνικά σπίγγω)
σπίχκουμαι πιέζομαι, σφίγγομαι από το σφίγγω (στα Ιωνικά σπίγγω)
σπογγίζω σκουπίζω, σφουγγαρίζω σπογγίζω
σποτάλα, σποτάλεμαν σπατάλη σπατάλη
σπουδαχτά βιαστικά από το σπουδή
στάδιν ανοικτός χώρος στάδιον
σταλίζω στήνω όρθιο σταλίζω (στηρίζω)
στάμαν σταμάτημα από το ίστημι
σταρχίζω εφοδιάζω με τρόφιμα σίτος + αρκώ à σιταρκώ (βυζαντινό)
στατά σταράτα στατός (ακίνητος)
στέατα λίπη στέα
στέβος στέγη στέγος
στέλιν στυλιάρι στειλίον
στοιχώ στέκομαι σε σειρά στοιχώ
στούδα κόκκαλα από το οστούν
στουράκιν ράβδος στύραξ
στραγγώνω δυσκολεύω στραγγός (στρεβλός)
στρατεία εκστρατεία στρατεία
στρέγω συμφωνώ στέργω (αγαπώ)
στρέφτω γυρίζω, ξερνώ στρέφω
στρούθα ή στρουθίν σπουργίτι στρούθος
στύπος στυφός στύπος
συβαλτά το ένα μέσα στο άλλο από το συν + βάλλω
συγηρώ γερνώ μαζί με κάποιον άλλον συν + γηράσκω
σύγκειμαι ανήκω σύγκειμαι
συγκλίνω σκύβω συν + κλίνω
συγκυρώ συναντώ συγκυρώ
συζεξία συνεταιρισμός σύζευξις
συμποδίζω σκοντάφτω συμποδίζω (δένω μαζί τα πόδια)
συναυλίζω γειτονεύω συν + αυλίζω
συνεικάζω συμπεραίνω συνεικάζω (παρομοιάζω)
συνεργία συνεργασία συν + έργο
συντελέα δύναμη σωματική ή ηθική από το συντέλεια
συντσία συνέντευξη, ομιλία συντυχία
συφιλώ προσαρμόζω, προσαρμόζομαι συν + φιλώ
συφράζω φράζω συμφράζω (συγκλίνω)
συχαριάζω συγχαίρω συγχαίρω
συχράουμαι προσκολλώμαι συγχρώμαι (συναναστρέφομαι)
σύψυχος ολόψυχος συν + ψυχή
σώζω αντέχω σώζω
σωρεύω κάνω σωρό σωρεύω
σωτικός ντόπιος από το έσωθεν
Τ
τάγμα τάμα τάγμα (διατεταγμένο)
τάδετις κάποιος τάδε + τις
τάλαντο σήμαντρο τάλαντο (ζυγαριά)
ταράουμαι ανακατεύομαι από το ταράσσομαι
ταρέζ ράφι από το γαλλικό étagère
ταρρός ικμάδα από το ταρσός (φτέρνα)
τάτας ή τεττές πατέρας, μπαμπάς άττα ή τέττα (πατέρα!)
ταυρολάσιον οργασμός βοοειδών ταύρος + έλασις (από το ελαύνω)
τελένω τελειώνω τελειώ
τεμέτερον, κλπ το δικό μου, κλπ το ημέτερον, κλπ
τέμνον εικονοστάσι, τέμπλο τέμενος
τεντελίζω τρέμω τανταλίζω (ταλαντεύομαι)
τέρεμαν κοίταγμα από το τηρώ
τέστα δοχείο από το λατιν. testa (υδρία)
τεφτέρ τετράδιο διφθέρα
τζέπλιν ή τσέπλιν τσόφλι εξώφλοιον
τζία σπινθήρας εστία à στία
τζιμίδιν εγκέφαλος από το λατιν. cimedia
τζουμίζω ή τσουμίζω στραγγίζω εκζωμίζω
τηρώ ή τερώ προσέχω, βλέπω τηρώ (φυλάσσω)
τιδέν τίποτα τι + δεν
τιμάρεμαν καλωπισμός τιμώ (αποδίδω αξία)
τομπούλης στρογγυλός από το τύμβος, λατιν. tumba
τουλώνω ή τυλώνω ησυχάζω, σωπαίνω τυλώ (γίνομαι αμβλύς)
τούφα ατμός, καπνός τύφος (καπνός)
τουφέγκιν τουφέκι τύφος (καπνός)
τραγωδία τραγούδι τραγωδία
τρανός (τρανύνω) μεγάλος τρανός (λαμπρός)
τραντέλλενος πολύ γενναίος τριάντα φορές + Έλλην
τράφος τάφρος τάφρος
τριγλάζω γίνομαι γλοιώδης από το γλοιός (βλ και γλάζω)
τρισέλλενος γενναίος (τρείς φορές Έλληνας) τρις + Έλλην
τρίσερος μεγάλη φιλονικία τρις + έρις
τριχινεύκουμαι ξεφτάω από το τρίχινος à θριξ
τσανάκ πήλινο πιάτο κάνεον (κανάτι)
τσανταρμάς χωροφύλακας από το γαλλικό gens d’ armes
τσάντσαρος σκαθάρι κάνθαρος
τσαραφίζω γραντζουνίζω σκαριφίζω
τσελέφ ροκανίδι κελύφιον
τσιβίν καρφί ζιβήνη (λόγχη)
τσιλέας αυτός που έχει διάρροια από το τιλώ
τσιλίδιν πυρωμένο κάρβουνο από το κήλειος (καυστικός)
τσιμπούσ(ιν) συμπόσιο συμπόσιο
τσινέα κουτσουλιά από το τιλώ
τσις ποιός τις
τσιτσίν θηλή μαστού, μαστός τίτθη
τσούνα σκύλα κύων à κύαινα
τσουπώνω βουλώνω από το στυπείον (στουπί)
τσούφος κενός, αραιός σομφός
τυπή χιονοστιβάδα από το τυφών
τυπώνω συγκρατώ στη μνήμη, συμμαζεύω τυπώ
Υ
υίαν υγεία υγεία
υλάζω γαυγίζω υλάω, υλακτώ
υλέε ή υλέα δάσος ύλη (δάσος), βλ υλοτομία
υλίδιν το υγρό ξύλο ύλη (δάσος)
υλίζω στάζω, στραγγίζω υλίζω, βλ διυλίζω
υπόδα υποπόδια υποπόδια
υστεραία η επομένη μέρα υστεραία
ύψωμαν αντίδωρο υψώ (ανυψώνω)
Φ
φαϊτόνιν ευρωπαϊκού τύπου άμαξα γαλλο-τούρκ. αντιδάνειο από το Φαέθων
φακιόλι ταινία κεφαλής από το λατιν. fasciola
φάρμακον δηλητήριο φάρμακον (δηλητήριο)
φέγγος φως φεγγαριού, φως φέγγος (πβλ φεγγάρι)
φίλντισιν ελεφαντόδοντο ελεφαντόδοντον
φλερ φλαμουριά φιλύρα
φορκάλ σκούπα από το φιλοκάλιν (από το φιλοκαλώ)
φόρον αγορά από το λατιν. forum
φοσίζω παραχώνω από το λατιν. fossa (τάφρος, λάκκος)
φοσίν όρυγμα από το λατιν. fossa (τάφρος)
φουμίζω κακιώνω από το θυμός
φουρκίζω πνίγω από το λατιν. furca (δίκρανο για ζώα ή δούλους)
φουσάτον στρατόπεδο, στρατός από το λατιν. fossatum à fossa (τάφρος)
φουσκαλίδα φούσκα φυσαλίς
φραγκιάζω βραχνιάζω βραχνιάω
φραγκομάλα σύφιλις Φράγκος + μάλα, πβλ μαλαφράτζα (mal de France)
φρένα μυαλό φρην
φρίξη ταλαιπωρία φριξ (κυματισμός)
φρουχνάζω μουχλιάζω από το φρούχνα
φρυάζω ορμώ φρυάσσομαι (ταράζομαι)
φρύγομαι φλέγομαι από δίψα, ξηραίνω από το φρύγω
φταρμίζω ματιάζω από το οφθαλμίζω
φτείρα ψείρα φθείρ
φτερνή φτέρνα πτέρνα
φτιλακίζω σπαρταρώ από το πτίλον (πούπουλο)
φτιλτόν ή φτίλος πούπουλο από το πτίλον
φτουλίγουμαι μαδιέμαι από το πτίλον
φτύρω αιφνιδιάζω πτύρω (πτοώ)
φυσέκ φυσίγγι φύσα (σωλήν)
Χ
χάζ χάζι χαίνω (χάσκω)
χαλαδρία χαράδρα χαράδρα
χαλασμονή καταστροφή από το χαλώ
χαλεπός δυσάρεστος, δύσκολος χαλεπός (δύσκολα υποφερτός)
χαλκέα καζανιά από το χαλκός
χαλκός καζάνι χάλκινο χαλκός
χαμάλτς χαμάλης από το χαμηλός
χαμελέτες υδρόμυλος χαμαί + αλέτης
χαμνίζω είμαι νωθρός, αδύναμος από το χαυνός (χαλαρός)
χαμούλκιν έλκηθρο χαμαί + ελκύω
χαν χάνι χανδάνω (χωρώ, δέχομαι)
χαντιάζω τσιμπώ, κεντώ από το άκανθος
χαραδοξία λαμπρότητα χαρά + δόξα
χαρεντερίουμαι χαριεντίζομαι από το χαριεντής
χάταλον βρέφος αταλός (απαλός, τρυφερός)
χείρ χειρότερα χείρον
χερόρτιν γάντι χειρόκτιον
χέρος, χέρα χήρος, χήρα χήρος, χήρα
χιλιαύριν φλογέρα χίλια + αυλός
χιλιάχαρος ταλαίπωρος χίλια + άχαρος
χιονάρ κάτασπρο από το χιών
χλοΐζω πρασινίζω από το χλόη
χολιάσκουμαι οργίζομαι από το χολώ (ιωνικό)
χουλεσέα ζεστασιά χλιός (χλιαρός)
χουλιάρ κουτάλι κοχλιάριον
χρα όψη (δέρματος) χρώς, χροιά (χρώμα δέρματος)
χράζω αξίζω από το χρεία (χρησιμότης)
χρεία ανάγκη χρεία
χρέσκουμαι χρησιμοποιώ χρέομαι (καρπούμαι)
χρίω επαλείφω χρείω
χτέσκουμαι αποκτώ κτέομαι
χτήνον αγελάδα κτήνος
χτουπίζω μαδώ εκτοπίζω (απομακρύνω, μαδώ)
χυλώνω μουσκεύω χυλώ
χυτώνω τεντώνω τα αυτιά (σε ζώο) χυτός (λόφος, ύψωμα)
χωμόμηλον πατάτα χώμα + μήλο (πβλ και γεώμηλον)
χώνος εστία χώνος (χωνευτήρι)
χωρ βλ ιχώριν
χωρισία χωρισμός από το χωρίζω
Ψ
ψαθύρια είδος ζυμαρικού, μαλακό ψαθυρός
ψαλαφώ ή ψηλαφώ αναζητώ, ερευνώ ψηλαφώ
ψηφίζω λογαριάζω ψηφίζω (λογαριάζω)
ψιλός λεπτός, μικρός ψιλός (απογυμνωμένος)
ψύχος ελονοσία ψύχος
Ω
ωβάζω γεννώ αυγό από το ωόν
ωβόν αβγό ωόν
ωδίνα συμφορά ωδίς (πόνος τοκετού)
ωλένα αγκαλιά ωλένα (αγκαλιά - δωρικό)
ωμίν ώμος ώμος
ώμνασα ορκίστηκα ομνύω
ωράζω εποπτεύω ώρα (φροντίδα)
ώσνα έως ότου ως + να
ωτίν αυτί ους –ωτός
ωχράζω γίνομαι ωχρός ωχριώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου