Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Γλωσσικά θέματα 2 (Ετυμολογία τεχνικών όρων)

Eτυμολογία Τεχνικών Όρων

Παρακάτω έχουν καταγραφεί μερικές τεχνικές λέξεις και εκφράσεις που ακούγονται περίεργες ή ξενικές, ή δεν είναι προφανής η αρχική προέλευσή τους.

Αφιερώνεται στους θείους μου Χαράλαμπο και Κυριάκο (Κύρο) Μωσαΐδη, από τους οποίος έμαθα πολλούς όρους της ξυλουργικής και της οικοδομικής.
                                                                                                                                    Γ. Μεταξάς                                                                                                             

Εισαγωγή
Αν και η Ελληνική γλώσσα έχει τεράστιο γλωσσικό πλούτο και οι Ελληνικής προέλευσης λέξεις στην Αγγλική γλώσσα αριθμούνται σε χιλιάδες, κάποιες λέξεις στην τεχνολογία, μάλλον για ευκολία και συνεννόηση με ξένους τεχνικούς έμειναν στην «μητρική» τους γλώσσα, αλλά συνήθως αρκετά παραφθαρμένες ώστε να μην αναγνωρίζονται πια. Εξαίρεση αποτελούν οι τεχνικές λέξεις που χρησιμοποιεί ο στρατός, καθώς εκεί έγινε οργανωμένα και συστηματικά αναζήτηση αντίστοιχων ελληνικών, αλλά για ευνόητους λόγους συχνά οι λέξεις αυτές είναι «δύσκαμπτες» και «καθαρευουσιάνικες», οπότε δεν έχουν επικρατήσει εκτός στρατού. Πχ η λέξη «επίσωτρο» που σημαίνει το λάστιχο οχήματος, καθώς σώτρον είναι η ζάντα.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι τεχνικές λέξεις συνδέονται με την γλώσσα της χώρας από την οποία είχε εισαχθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα η αντίστοιχη τεχνολογία. Έτσι τα απλά εργαλεία προέρχονται συνήθως από τα τουρκικά, ενώ τα πιο σύνθετα από τα ιταλικά. Στα αυτοκίνητα πολλοί όροι είναι στα γαλλικά και μάλιστα με τη σωστή προφορά, όπως καρμπυρατέρ, ντιστρι(μ)πυτέρ, πορτ μπαγκάζ, μαρσπιέ κλπ, ενώ συνήθως οι τεχνικοί δεν θα αναγνωρίσουν τις ελληνικές λέξεις «πλήμνη» και «αντιστρεπτική δοκός», θα καταλάβουν όμως το «μουαγιέ» και τη «ζανφόρ», αντίστοιχα.
Στην αεροπορία, σαν πιο πρόσφατη τεχνολογία έχουν επικρατήσει οι αγγλικές λέξεις, ενώ στο εμπορικό ναυτικό χρησιμοποιούνται πολύ ιταλικές, ισπανικές και αγγλικές λέξεις, αλλά συχνά τόσο παραφθαρμένες ώστε δύσκολα αναγνωρίζονται. Για παράδειγμα δεν φαίνεται εύκολα ότι η λέξη «βατσιμάνης» είναι από το «watchman» δηλαδή σκοπός – φύλακας, ή το «γραδάρω» που σημαίνει μετράω την πυκνότητα (ουσιαστικά αλατότητα) του νερού, είναι από το «grade» που είναι ο βαθμός. Πολλές από αυτές τις ναυτικές λέξεις χρησιμοποιεί ο Ν. Καββαδίας στα ποιήματα και διηγήματά του, και μπορεί κανείς να τις αναζητήσει σε ναυτικά και ναυπηγικά γλωσσάρια που υπάρχουν στο ίντερνετ (οπότε δεν επαναλαμβάνονται εδώ)*. Αντίθετα, στην πολύ νεότερη τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι αγγλικές λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά κόρον παρέμειναν στην αρχική τους μορφή, καθώς όλοι σχεδόν οι χρήστες γνωρίζουν αγγλικά και έχουν αρκετά υψηλό μορφωτικό επίπεδο.

*Όπως το «Γλωσσάρι στο έργο του Ν. Καββαδία» του Γιώργου Τράπαλη, το «…και ρίξ’ το στο γιαλό» του Άρη Στουγιαννίδη, και το «Ομηρικό Λεξικό Ναυτικών Όρων» του Αθανάσιου Ν. Γιαννάκη.

Επίσης, πολλές λέξεις του κινηματογράφου και του θεάτρου είναι από τα γαλλικά, όπως ζεν πρεμιέ, ενζενί, φουαγιέ, αβάν πρεμιέρ κλπ, το ίδιο της ραπτικής και κομμωτικής όπως οτ κουτύρ (haute couture), ντεκαπάζ κλπ, το ίδιο και για έπιπλα και τον χώρο του σπιτιού γενικά, και φυσικά πολλές κοινόχρηστες όπως ραντεβού, ρεστoράν, ρεκλάμα κλπ, που όμως δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Αντίστοιχα ισχύουν και στον αθλητισμό και τη μαγειρική, ανάλογα με τη χώρα προέλευσής τους.

Μετά από αυτά τα εισαγωγικά, ας δούμε ενδεικτικά μερικές τεχνικές λέξεις (εκτός της ειδικής ναυτικής και αυτοκινητιστικής ορολογίας), ενώ σημειώνεται και όταν είναι γνωστή η προέλευση της λέξης. Δεν σημειώνονται πάντως κοινόχρηστες λέξεις με προφανή ξενική προέλευση, όπως μπαταρία, ταβάνι, τζάμι κλπ. Αν κάποιος αναγνώστης έχει κάποιες ακόμα λέξεις να προτείνει ή κάτι να προσθέσει, παρακαλώ να τις στείλει στο email: geometax12@gmail.com

Σημείωση: 
Τα γράμματα στις τουρκικές λέξεις που σημειώνονται με παχείς χαρακτήρες (bold), προφέρονται με την προφορά που έχουν τα γράμματα αυτά όταν φέρουν (στα τουρκικά) κάποια επισήμανση, όπως το s με υπογεγραμμένη (παχύ σ) και το g με περισπωμένη (γ). Ενώ το "ι" στα τουρκικά ακούγεται περισσότερο σαν "ου".

Πηγές:
-Λεξικό της Νεοελληνικής, Χάρη Σακελλαρίου
-Ετυμολογικό Λεξικό, Γ. Μπαμπινιώτη
-Ίντερνετ


-Αβάνς. Από το γαλλικό avance. Προπορεία (στο σύστημα έναυσης βενζινοκινητήρα).

-Αβαρία. Από το ιταλικό avaria, βλάβη. Ενδέχεται όμως να πρόκειται και για αντιδάνειο, καθώς το αβαρία (α + βάρος) είναι ναυτικός όρος για την απόρριψη φορτίου προκειμένου να σωθεί το πλοίο.

-Ακουαφόρτε. Από το ιταλικό aqua forte (δυνατό νερό). Το νιτρικό οξύ. Η λέξη χρησιμοποιείται λανθασμένα και για εμπορικά διαλύματα υδροχλωρικού οξέος για οικιακή χρήση.

-Aλέα. Στενός δρόμος με δεδροστοιχία εκατέρωθεν. Από το γαλλικό allée και αυτό από το aller (πηγαίνω).

-Αλεζουάρ. Από το γαλλικό álesoir (λειαντήρας). Γλύφανο, εργαλείο σαν τρυπάνι για την εξομάλυνση των οπών.

-Αλερετούρ. Από το γαλλικό aller retour (πήγαινε-έλα). Χρησιμοποιείται συνήθως για εισιτήρια, αλλά και για δύο διακόπτες φωτισμού που αναβοσβήνουν ανεξάρτητα την ίδια λάμπα.

-Αλφάδι. Όργανο μέτρησης οριζοντιότητας. Το παλιότερο όργανο χρησιμοποιούσε νήμα της στάθμης εμπρός από ένα ξύλινο πλαίσιο σε σχήμα πεπλατυσμένου Α. Τα σύγχρονα αλφάδια δουλεύουν με αμπούλες υγρού και είναι πολύ πιο εύχρηστα, αλλά διατήρησαν το όνομα.

-Αμπαζούρ. Φωτιστικό που φωτίζει προς τα κάτω. Από το γαλλικό abattre jour (ρίχνω προς τα κάτω το φως της ημέρας), επειδή αρχικά αφορούσε τους φεγγίτες.

-Άνευ θείου και φωσφόρου. Φράση που γραφόταν στα κουτιά των σπίρτων από τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε γενικεύθηκε η χρήση των σπίρτων ασφαλείας. Η φράση χρησιμοποιήθηκε επίσης για να δηλώσει τον χάλυβα χωρίς ανεπιθύμητες προσμίξεις. 

-Ανοχή. Η ανεκτή απόκλιση από τις ιδανικές διαστάσεις, λέξη όμως που συχνά χρησιμοποιείται λανθασμένα για να δηλώσει το «διάκενο».

-Αντάπτορας. Από το γαλλικό adapter, προσαρμόζω.

-Ανφάς. Κατά πρόσωπο. Από το γαλλικό en face, με την ίδια έννοια.

-Απλίκα. Από το γαλλικό appliquer (εφαρμόζω). Επιτοίχιο φωτιστικό.

-Αραμπάς. Από το τουρκικό araba, κάρο, άμαξα.

-Αρίδα. Από το αρχαίο αρίς. Μεγάλο τρυπάνι για ξύλο ή έδαφος, με έντονο σπείρωμα και μακρύ βήμα.

-Αρτιφισιέ. Από το γαλλικό artificiel (τεχνητό). Κατεργασία σοβά εξωτερικών τοίχων για «πιτσιλωτή» εμφάνιση.

-Ασανσέρ. Από το γαλλικό ascenseur, ανυψωτήρας.

-Aστάρι. Από το τουρκικό astar. Υπόστρωμα χρώματος, πριν την εφαρμογή του κυρίως χρώματος.

-Ατζαμής. Από το τουρκικό acemi.

-Ατσάλι. Από το βενετσιάνικο azzal. Ο χάλυβας.

-Αυτοδιάτρητη βίδα. Βίδα που η άκρη της είναι διαμορφωμένη σε τρυπάνι και βιδώνει σε σκληρά υλικά χωρίς να έχει ανοιχτεί προηγουμένως οπή. Το σωστό βέβαια θα ήταν "βίδα αυτοδιάτρησης".

-Βαγκόν Λι. Το σιδηροδρομικό βαγόνι με κουκέτες-κρεβάτια, από το γαλλικό Wagon Lit.

-Βαγόνι. Από το ιταλικό vagone ή το γαλλικό wagon. Βαγονέτο = το μικρό βαγόνι.

-Βάζα. Μεγάλοι ξύλινοι τάκοι ή ενωμένοι σε σχήμα φορείου, που συγκρατούν όρθιο το πλοίο στην ξηρά. Aπό το ιταλικό vaso, δοχείο που συγκρατεί ένα περιεχόμενο. 

-Βακελίτης. Το πρώτο ρητινούχο τεχνητό μονωτικό. Από το όνομα του κατασκευαστή του, Βέλγου Baekeland. 

-Βαλβολίνη. Παχύρευστο λιπαντικό για γρανάζια. Από τη Valvoline, την πρώτη αμερικανική εταιρεία παραγωγής ορυκτελαίων.

-Bαπόρι. Από το γαλλικό vapeur, ατμός. Το ατμόπλοιο.

-Βατσέλι. Από το ιταλικό vascello, σκεύος και μέτρο χωρητικότητας.

-Βατσίνα. Εμβόλιο. Από το ιταλικό vaccina και αυτό από το vacca (αγελάδα), τα ζώα που χρησιμοποιήθηκαν τον εμβολιασμό εναντίον της ευλογιάς (δαμαλισμός).

-Βάφω. Από το βάπτω (εμβαπτίζω). Λέξη που σημαίνει τόσο τον εμβαπτισμό σε νερό ή λάδι πυρακτωμένου χάλυβα για σκλήρυνση, όσο και το βάψιμο (χρωματισμό) που αρχικά γίνονταν επίσης με εμβαπτισμό. 

-Βελατούρα. Γυαλιστερή επίστρωση σε βαφή. Από το ιταλικό velatura (γυαλάδα, υαλοπίνακας).

-Βεντούζα. Από το βενετικό ventosa ή το γαλλικό ventouse.

-Βερίνα. Η συστροφή σχοινιού, συρματόσχοινου ή καλωδίου, που εμποδίζει το ομαλό ξετύλιγμά του. Αρχική ρίζα από το λατινικό vertigo (δίνη).

-Βερνιέρος. Το εξάρτημα του παχύμετρου που επιτρέπει την ανάγνωση μηκών με ακρίβεια 0.1 mm. Από τον εφευρέτη του το 1631, Γάλλο P. Vernier.

-Βερνίκι. Από την πόλη Βερενίκη, σημερινή Βεγγάζη στη Λιβύη.

-Βέρτιγκο. Απώλεια προσανατολισμού εξαιτίας μη ορατού ορίζοντα και αλλαγής κατεύθυνσης (συνήθως σε πιλότους). Από το λατινικό vertigo (δίνη) αλλά και το γαλλικό vertige = ίλιγγος.

-Βίδες Phillips, Allen, Torx. Βίδες με διαφορετική διαμόρφωση κεφαλής, για χρήση με το αντίστοιχο εργαλείο. Η πρώτη είναι η γνωστή με τη σταυρωτή κεφαλή για χρήση με σταυροκατσάβιδο.

-Βίντζι. Από το αγγλικό winch, βαρούλκο.

-Βίντια. Κοπτικά εργαλεία μηχανουργείου μεγάλης σκληρότητας και υψηλής ποιότητας. Από το Widia, εμπορική ονομασία με την οποία κυκλοφόρησαν από την Krupp στη Γερμανία το 1927.

-Βινύλιο. Συνθετικό πλαστικό που πήρε το όνομά του από το vinum (κρασί στα λατινικά), εξαιτίας της χημικής του συγγένειας με την αιθανόλη.

-Βίρα. Σήκωσε! Χρησιμοποιείται από ναυτικούς και χειριστές γερανών. Από το βενετικό virar.

-Βισκόζη. Από το λατινικό viscus (παχύρευστο). Νήμα κατασκευασμένο από κυτταρίνη.

-Βιτριόλι. Από το γαλλικό vitriol. Το θειικό οξύ.

-Βολάν. Από το γαλλικό volant. Σφόνδυλος, αλλά και τιμόνι.

-Βυτίο. Από το λατινικό buttis, βαρέλι.

-Γαλβανίζω. Από το γαλλικό galvanizer. Επιμεταλλώνω και ειδικότερα επιψευδαργυρώνω.

-Γαλλικό κλειδί. Εργαλείο για περικόχλια (παξιμάδια), ρυθμιζόμενου ανοίγματος. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι Γάλλοι το λένε clé à molette (κλειδί με τροχίσκο), ή clé anglaise (αγγλικό κλειδί)!

-Γαλότσα. Από το βενετικό galozze.

-Γάντζος. Από το ιταλικό gancio, ή ενδεχομένως από το ελληνικό "γαμψός". 

-Γανώνω. Από το αρχαίο "γανώ" (λαμπρύνω). Επικασσιτερώνω.

-Γαρμπίλι. Μάλλον από το ιταλικό garbuglio. Μικρής διαμέτρου χαλίκι.

-Γάσα. Η θηλιά σε άκρη σχοινιού (χωρίς κόμπο) ή συρματόσχοινου, από το ιταλικό gassa.

-Γιαπί. Από το τούρκικο yapi. Οικοδομή σε φάση σκελετού.

-Γκαζοζέν. Από το γαλλικό gazogene. Σύστημα παραγωγής καύσιμου αερίου από ατελή καύση ξύλων. Χρησιμοποιήθηκε για να κινήσει αυτοκίνητα κατά τον Β΄ΠΠ.

-Γκάλοπ. Η δημοσκόπηση. Από τον Αμερικανό στατιστικολόγο G. H. Gallup.

-Γκαρσονιέρα. Μικρό διαμέρισμα με ένα κύριο δωμάτιο. Από το γαλλικό garçonnier (αγορίστικος), αλλά με κατάληξη θηλυκού γένους (garçonnière).

-Γκέτα. Από το αγγλικό gater, εύκαμπτο προστατευτικό σωληνοειδούς σχήματος.

-Γκοφρέ. Από το γαλλικό gaufré (ανάγλυφο).

-Γκρείντερ. Από το αγγλικό grader, χωματουργικό μηχάνημα για τη διάστρωση χωμάτινων επιφανειών.

-Γραδελάδα. Από το Αγγλικό grading (πλέγμα). Κάλυμμα πατώματος ή σκάλας, κατασκευασμένο από μεταλλικό πλέγμα, με τρόπο ώστε να είναι αντιολισθητικό. Χρησιμοποιείται στα μηχανοστάσια διαμορφωμένο σε αφαιρούμενα πλαίσια, ώστε να επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση στη «σεντίνα» από κάτω, στην οποία καταλήγουν τα χυμένα λάδια και πετρέλαια.

-Γρανάζι. Από το γαλλικό engenage.

-Γράσο. Από το ιταλικό grasso, λίπος.

-Γρέζι. Από το ιταλικό greggio (ακατέργαστος).

-Γρέζο. Επίσης από το greggio. Εκτράχυνση μιας επιφάνειας.

-Γρίλια. Από το ιταλικό griglia, σχάρα.

-Γρύλος. Το γνωστό εργαλείο για την ανύψωση αυτοκινήτων. Από το γαλλικό grillon, το έντομο γρύλος, και πιθανώς από τον παρόμοιο ήχο των παλαιότερων γρύλων με καστάνια.

-Γυφτόκαρφο. Χειροποίητο καρφί με πλατύ κεφάλι και αιχμηρή απόληξη, που τη λύγιζαν όταν διαπερνούσε το ξύλο για ασφάλιση.

-Διαφορικό "σπαστό". Περιέργως δεν έχει να κάνει με το ίδιο το διαφορικό ενός οχήματος, αλλά με την "ανεξάρτητη" ανάρτηση, που κάνει τα ημιαξόνια ορατά και τους επιτρέπει να αλλάζουν γωνία σε σχέση με το διαφορικό.

-Δράπανο. Από το αρχαίο δρέπω. Αυτό που συνήθως ονομάζουμε «τρυπάνι», αλλά στην πραγματικότητα η συσκευή στην οποία προσαρμόζουμε το εξάρτημα-τρυπάνι.

-Δυναμόκλειδο. Εργαλείο που μετράει και περιορίζει τη ροπή που εφαρμόζεται σε μία βίδα, συνήθως σε μηχανουργικές κατασκευές. Γι’ αυτό και το σωστό είναι «ροπόκλειδο».

-Eμαγιέ. Από το γαλλικό emaillé, επισμαλτωμένο.

-Εξάνθηση. Ελληνική λέξη, αλλά σε περίεργη εφαρμογή, αφού αναφέρεται στην "άνθηση" του μπετόν! Πρόκειται για το φαινόμενο της διάλυσης αλάτων του μπετόν από νερό ή υγρασία που διεισδύει υπό πίεση, τα οποία σχηματίζουν νιφάδες στην επιφάνεια εξόδου, όταν στεγνώσουν. 

-Επικαθήμενο. Ρουμουλκούμενο όχημα που το εμπρός τμήμα του στηρίζεται στο όχημα έλξης (τράκτορα).

-Ερζάτς. Από το γερμανικό ersatz, το φθηνό υποκατάστατο, κυρίως εξαιτίας πολέμου. 

-Εσπλανάδα. Φαρδιά παραλιακή «περαντζάδα». Από το λατινικό explanare.

-Εταζέρα. Από το γαλλικό étagère.

-Ζάντα. Από το γαλλικό jante.

-Ζανφόρ. Αντιστρεπτική δοκός (στην ανάρτηση αυτοκινήτου). Ίσως από το γαλλικό jambe forte.

-Ζιγκλέρ. Από το γαλλικό gicleur (στόμιο). Εξάρτημα ρύθμισης ροής βενζίνης στα καρμπυρατέρ.

-Ζουέν. Από το αγγλικό και γαλλικό joint, λαστιχένιο παρέμβυσμα.

-Ζουμπάς. Από το τουρκικό zιmba, κυλινδρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει τα χτυπήματα από σφυρί σε δυσπρόσιτα σημεία.

-Ιβιλάι. Το λεπτό σχοινί-οδηγός για βαρύτερα σχοινιά, με βάρος στην άκρη του. Από το αγγλικό heavy line.

-Ίνοξ. Από το γαλλικό inoxidable, ανοξείδωτο.

-Καβαλέτο. Από το βενετσιάνικο cavaletto, αλογάκι. Ξύλινη συνήθως κατασκευή, για τη στήριξη αντικειμένων στο ύψος εργασίας.

-Καβάντζα. Εφεδρεία. Από το ιταλικό cava (ορυχείο, αλλά και αφθονία).

-Καβίλια. Από το ιταλικό caviglia, αστράγαλος. O πίρος, η περόνη.

-Κάβουρας. Εργαλείο ισχυρής σύσφιξης ρυθμιζόμενου ανοίγματος, από την ομοιότητα με τη δαγκάνα του κάβουρα.

-Καδένα. Από το ιταλικό catena, αλυσίδα.

-Καδρόνι. Από το ιταλικό quadrone.

-Καζάνι. Από το τουρκικό kazan.

-Καλάι. Aπό το τουρκικό kalay, κασσίτερος.

-Καλάρω. Ρίχνω δίκτυα. Από το ιταλικό calare (κατεβάζω, ρίχνω).

-Καλαμάτα. Εύκαμπτος σωλήνας μιας ίντσας που χρησιμοποιείται στην πυρόσβεση. Από παραφθορά της λέξης "καλάμι" που υποδηλώνει τη διατομή του. 

-Καλάρω. Ρίχνω δίκτυα. Από το ιταλικό calare (κατεβάζω, ρίχνω).

-Καλέμι. Η σμίλη. Από το τουρκικό kalem, αντιδάνειο από το «κάλαμος - καλάμι».

-Καλίμπρα. Από το γαλλικό calibre, φόρμα, μέγεθος. Συσκευή μέτρησης, σύγκρισης ή ρύθμισης.

-Καλντερίμι. Aπό το τουρκικό kaldιrιm, λιθόστρωτος δρόμος.

-Καλούμπα. Από το βενετικό caloma (χαλάρωμα).  Κουβάρι, χαλαρό σχοινί.

-Καλούπι. Από το τουρκικό kalιp.

-Καμιόνι. Από το γαλλικό camion, φορτηγό.

-Κάμπριο. Αυτοκίνητο χωρίς μόνιμη οροφή, από την παλιά γαλλική λέξη cabriolé (πήδημα κατσίκας). Οι Γάλλοι όμως το λένε décapotable (ξεσκέπαστο).

-Καναδέζα. Ελαφρύ φορτηγό του στρατού, από το παλιό Μ715 που κατασκευάζονταν στον Καναδά.

-Κανοκιάλι. Ναυτικό μονοκιάλι, από το ιταλικό cannone + occhiale (μεγάλο μονόγυαλο).

-Κάνουλα. Από το λατινικό canna, καλάμι.

-Καντάρι. Ζυγιστική συσκευή με ελατήριο. Από το τουρκικό kantar (εκατοντάδα), και αυτό από το ρωμαϊκό centum (εκατό). 

-Καντιλίτσα. Ασφαλής κόμπος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την ασφάλιση ανθρώπων σε εργασίες σε ύψος, σε πλοία. Από το ιταλικό candelizza.

-Καπάκι. Από το τουρκικό kapak.

-Καπλαμάς. Λεπτή επένδυση με φύλλο ξύλου. Από το τουρκικό kaplama.

-Καράμπα. Εκτός από το γνωστό μεξικάνικο επιφώνημα, μάρκα λιπαντικού υγρού για λύσιμο σκουριασμένων εξαρτημάτων, που έγινε συνώνυμη όλων των ομοειδών προϊόντων. Σήμερα ένα άλλο αντίστοιχο προϊόν το WD-40, είναι πιο δημοφιλές.

-Καραμπίνερ. Κρίκος ασφαλείας με ελατηριωτό γλωσσίδι, για γρήγορη τοποθέτηση. Από τη γερμανική λέξη Karabinerhaken καθώς το σύστημα αυτό χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την τοποθέτηση των ιμάντων στις καραμπίνες (κοντόκανα τουφέκια).

-Καραντίνα. Υποχρεωτική απομόνωση 40 ημερών στα πληρώματα των πλοίων που έφταναν από μακρινούς προορισμούς στη Βενετία του 14ου αι., για την αποφυγή επιδημιών.

-Κάργα. Από το βενετσιάνικο carga, γεμάτο.

-Κάρο. Σύστημα τετρακίνησης που υποχρεώνει όλους τους τροχούς να περιστρέφονται, δίνοντας στο όχημα ταχύτητα αλλά και ικανότητες "κάρου".

-Καρότσα. Από το ιταλικό carrozza. Το αμάξωμα αυτοκινήτου.

-Καρότσι. Από το ιταλικό carro.

-Καρούλι. Μάλλον από το carro.

-Καρουσέλ. Από το γαλλικό carrousel, περιστρεφόμενη εξέδρα με ξύλινα αλογάκια, από αντίστοιχες επιδείξεις με άλογα.

-Κάρτερ. Χώρος συγκέντρωσης λαδιού, στο κάτω μέρος κινητήρα. Από τον Άγγλο εφευρέτη Carter.

-Κάσα. Από το ιταλικό cassa και αυτό από το λατινικό capsa.

-Κασμάς. Από το τουρκικό kazma.

-Κασμίρι. Μάλλινο ύφασμα εξαιρετικής ποιότητας από την περιοχή Κασμίρ, στα σύνορα Ινδίας-Πακιστάν. Πολύ καλής ποιότητας είναι επίσης το μαλλί μερινό, από την ομώνυμη ράτσα προβάτων, ενώ άλλη κατηγορία είναι το μοχέρ από κατσικίσιο μαλλί.

-Κασόνι. Από το ιταλικό cassoni, μεγάλη κάσα (κιβώτιο).

-Καστάνια. Από το ιταλικό castagna, εργαλείο με αναστολέα αντίθετης κίνησης.

-Καστορέλαιο. Φυτικό λάδι από το φυτό Ρίκινος.

-Κατράμι. Από το ιταλικό catrame. Η υγρή πίσσα.

-Κατρούτσο. Αναγραμματισμός του Καρτούτσο (τέταρτο) μπακιρένιο δοχείο που αντιστοιχεί σε όγκο με το 1/4 της οκάς (νερού ή κρασιού).

-Κατσαβίδι. Από το βενετσιάνικο cazzavide. Κοχλιοστρόφιο, στα ελληνικά.

-Καφάο. Από τα αρχικά KV (Κα-φάου) στα γερμανικά που σημαίνει Kabel Verzweiger (Καλωδιοκατανεμητής), εξωτερικό ερμάριο διανομής καλωδίων, συνήθως τηλεφωνικών. 

-Καφάσι. Από το τουρκικό kafes.

-Κιγκαλερία. Από το γαλλικό quincaillerie, μεταλλικά προϊόντα οικιακής χρήσης.

-Κιόσκι. Από το μεσαιωνικό κιόσκιον (από τον ίσκιο), ή αντιδάνειο από το τουρκικό kösk.

-Κιστέρνα. Από το λατινικό cisterna, στέρνα, δεξαμενή. 

-Κλάξον. Αγγλική λέξη, αντιδάνειο από το ελληνικό "κλάζω", κραυγάζω.

-Κλαρκ. Αυτοκινούμενο περονοφόρο ανυψωτικό. Από την αμερικάνικη εταιρεία Clark που τα κατασκευάζει από 1917.

-Κλατάρω. Από το γαλλικό éclater, σχίζω.

-Κλου. Ένδειξη. Από τον μίτο (της Αριάδνης) που στα αγγλικά λέγεται clew, οπότε με παραφθορά γράφεται πλέον στα αγγλικά clue.

-Κόκπιτ. Από το αγγλικό cockpit, θάλαμος διακυβέρνησης αεροσκάφους.

-Κολάι. Από το τουρκικό kolay. Εύκολο, ευκολία.

-Κολαούζος. Από το τουρκικό kιlavuz, οδηγός. Σπειροτόμος, εργαλείο για τη διάνοιξη εσωτερικών σπειρωμάτων. Το αντίστοιχο εργαλείο για τη διάνοιξη εξωτερικών σπειρωμάτων ονομάζεται φιλιέρα.

-Κολοφώνιο. Η ρητίνη, από την ιωνική πόλη Κολοφώνα. 

-Κομοδίνο. Από το ιταλικό comodino (comodo =  άνετο, βολικό).

-Κομπίνα. Από το αγγλικό combine, συνδυάζω. Η σύνθετη θεριζοαλωνιστική μηχανή.

-Κόνξα. Από το αγγλικό conk out, παθαίνω ξαφνική βλάβη (σε μηχανή).

-Κόντρα πλακέ. Από το γαλλικό contre plaqué. Επειδή οι στρώσεις του ξύλου μπαίνουν σταυρωτά.

-Κοντέρ. Από το γαλλικό compteur, μετρητής.

-Κόσα. Mεγάλο δρεπάνι με κοντάρι, για χρήση με τα δύο χέρια. Σλαβικής προέλευσης (kosa).

-Κοτλέ. Από το γαλλικό côtelé (ριγωτό).

-Kοτσάρω. Από το ιταλικό cozzare, κουτουλώ. Συνδέω, τοποθετώ.

-Κουβούκλιο. Από το λατινικό cubiculum, δωμάτιο.

-Κουζινέτο. Από το ιταλικό cuscinetto (μαξιλαράκι). Τριβέας ολίσθησης. 

-Κουκέτα. Στενό κρεβάτι τρένου ή πλοίου, από το ιταλικό cuccetta.

-Κουτεπιέ ή και κουτουπιέ. Η "ράχη" του ποδιού, από το γαλλικό cou-de-pied.

-Κουραγκλές. Άνοιγμα για φωτισμό και αερισμό σε χώρους κάτω από το επίπεδο του εδάφους. Από το γαλλικό cour anglaise (κουρ αγκλέζ).

-Κουρμπαδόρος. Συσκευή για λύγισμα σωλήνων χωρίς να «τσακίσουν». Από το γαλλικό courbe, καμπύλη.

-Κρατέρωμα. Κράμα χαλκού, συνήθως κασσίτερου αλλά όχι πάντα. Μάλλον από το «κρατερός» (ισχυρός) καθώς έχει πολύ μεγαλύτερη αντοχή από τον καθαρό χαλκό.

-Κρεπ. Φυσικό λάστιχο υποκίτρινου χρώματος. Χρησιμοποιείται κυρίως για σόλες παπουτσιών. Μάλλον από τη (χρωματική) ομοιότητά του με την κρέπα.

-Κρικοπάλαγκο. Μηχανισμός ανύψωσης ή έλξης μεγάλου φορτίου, με σύστημα μοχλού με καστάνια που δίνει τον χαρακτηριστικό ήχο κλικ-κλικ (Δεν είναι σύμπτωση ότι στα γαλλικά το εργαλείο γρύλος λέγεται cric).

-Κρινολίνο. Το μεταλλικό προστατευτικό πλαίσιο γύρω από μόνιμη κατακόρυφη σκάλα. Από το γαλλικό crinoline, μεταλλικός σκελετός που έδινε όγκο στις φούστες. 

-Κρισκράφτ. Από την εταιρεία κατασκευής σκαφών που ίδρυσε ο Christofer Colombus Smith το 1874 και αργότερα μετονομάστηκε σε Chris Craft Corporation, ασχολούμενη με την κατασκευή ταχύπλοων σκαφών.

-Κυπρί. Το ηλεκτρικό μάνταλο που απασφαλίζει την κλειδαριά της πόρτας. Μάλλον από το "κυπρί",  το μεγάλο κουδούνι των προβάτων και τον θόρυβο που κάνει.

-Λάμα. Από το ιταλικό lama. Ατσάλινη μακρόστενη λωρίδα, συνήθως αναφέρεται σε πριόνια ή μαχαίρια.

-Λαντό. Από το γαλλικό landau. Ιππήλατη άμαξα με τέσσερεις τροχούς.

-Λαπάτσα. Από το ιταλικό lapazza, μεταλλικό επίθεμα ενίσχυσης.

-Λάσκα, λάσκο. Από το ιταλικό lasco και αυτό από το λατινικό laxus (χαλαρό).

-Λατάκι. Συμπαγές ξύλο από έλατο, απ’ όπου και το όνομα. Χρησιμοποιείται για τακάρισμα ή υποστήριξη.

-Λάτεξ. Από το γαλλικό latex, το φυσικό καουτσούκ (κόμμι).

-Λατύπη. Αιχμηρά θραύσματα πετρώματος (από το αρχαίο λάας = πέτρα).

-Λεβιές. Από το γαλλικό levier. Μοχλός ανύψωσης, και κατ’ επέκταση ο μοχλός.

-Λίμα. Από το ιταλικό lima.

-Λισγάρι. Μικρό φτυάρι με μυτερή απόληξη, για να εισχωρεί στο έδαφος πατώντας επάνω του. Από το αρχαίο «λίσγος».

-Λοκομοτίβα. Η μηχανή έλξης ενός  σιδηροδρομικού συρμού. Από το αγγλικό locomotive.

-Λουκέτο. Από το ιταλικό lucchetto (κλειδαριά). 

-Λουμπρικέτα. Ειδική αντλία σε ναυτικές μηχανές για τη λίπανση των κυλίνδρων.

-Λούστρο. Από το ιταλικό lustro, γυαλάδα, λάμψη.

-Λούφα. Από το ομηρικό λωφάω (αναπαύομαι).

-Μαγγάνι, μάγγανο. Μάλλον βυζαντινής προέλευσης από το λατινικό mangonium. Aναφέρεται στον χειροστρόφαλο πολεμικής μηχανής ή βαρούλκου.

-Μαγκάλι. Ανοικτή θερμάστρα με κάρβουνα, με επικίνδυνες όμως ανθυμιάσεις. Από το αραβικό mangal.

-Mαδέρι. Από το βενετσιάνικο madero. Aκατέργαστη σανίδα.

-Μάινα. Κατέβασε! Χρησιμοποιείται από ναυτικούς και χειριστές γερανών. Από το βενετικό mainar.

-Μακάπι. Καλέμι για κομπρεσέρ.

-Μακαράς. Από το τουρκικό makara, καρούλι. Η τροχαλία. 

-Μαλάς. Από το τουρκικό mala, μυστρί.

-Mαλαστούπα. Πατσαβούρα ή στουπί, που το χρησιμοποιούσαν για το άναμμα λέβητα. Επίσης μεταλλικός πυροσωλήνας για την εκκίνηση των παλαιών μονοκύλινδρων πετρελαιομηχανών, όπως της Μαλκότση.

-Μαλκότση. Παλαιός τύπος μονοκύλινδρης ντιζελομηχανής ελληνικής κατασκευής, που έγινε συνώνυμη του κατασκευαστή της.

-Μανέλα. Από το ιταλικό maniglia, μοχλός.

-Μανέτα. Από το ιταλικό manetta. Χειρομοχλός σε τιμόνι δικύκλου, ή σε σταθερή βάση για τη  ρύθμιση ισχύος σε αεροπλάνα και σκάφη (χειρόγκαζο).

-Μανιατό. Από το γαλλικό και αγγλικό magneto. Μικρή γεννήτρια υψηλής τάσης, για  το σύστημα έναυσης των παλαιότερων κινητήρων εσωτερικής καύσης.

-Μανιβέλα. Από το ιταλικό manovella.

-Μάνικα. Από το ιταλικό manica, εύκαμπτος συνήθως υφασμάτινος σωλήνας, μεγάλης διατομής.

-Μανιπουλάρω. Από το ιταλικό manipolare, χειραγωγώ, χειρίζομαι.

-Μανιτζέβελο. Από το αγγλικό manageable, βολικό, εύχρηστο.

-Μανούβρα. Από το βενετσιάνικο manuvra (ελιγμός).

-Mαντέμι. Από το τουρκικό madem. Χυτοσίδηρος.

-Μάπα. Από το ιταλικό mappa, πρόσωπο. Εξάρτημα για συγκράτηση ή ανύψωση, που στερεώνεται σε μία επιφάνεια.

-Μαραβίλια. Από το ιταλικό meraviglia, απλό χειροτρύπανο σχήματος Τ.

-Μαραγκός. Από το βενετσιάνικο marangon.

-Μαραφέτι. Από το τουρκικό marifet. Οποιοδήποτε μικρό εργαλείο.

-Μαρκίζα. Από το γαλλικό marquise (γείσο, προεξοχή).

-Μαρκούτσι. Από τον σωλήνα του ναργιλέ. Από το τουρκικό (διάλεκτος) markuç.

-Μαρσπιέ(ς). Το σκαλοπάτι που σχηματίζεται κάτω από την πόρτα ή πόρτες σε άμαξες και οχήματα για να διευκολύνει την άνοδο/κάθοδο. Από το γαλλικό marche-pied.

-Μασιά. Από το τουρκικό masa. H λαβίδα για το τζάκι.

-Μασίνα. Ξυλόσομπα μαγειρέματος που περιλαμβάνει και φούρνο. Μάλλον από το τσέχικο masina.

-Μασίφ. Συμπαγές. Από το γαλλικό massif, με την ίδια έννοια.   

-Μάσκουλο. Ο μεγάλος μεντεσές που προεξέχει προς τα έξω, συνήθως για παραδοσιακά παντζούρια. 

-Μάστορας. Από το λατινικό magister, μέγιστος. Ο ειδικός.

-Μασχαλάς, Μασγαλάς ή Μασγαλότορνος. Από τη λέξη μασχάλη. Τόρνος για την εν ψυχρώ διαμόρφωση εύπλαστων φύλλων μετάλλου επάνω σε περιστρεφόμενο καλούπι, με χρήση ξύλινου μοχλού που στηρίζεται στη μασχάλη του χειριστή.

-Ματ. Από το λατινικό mattus. To μη γυαλιστερό.

-Ματίζω. Από το αρχαίο αμματίζω (δένω, συνδέω). Άμμα = σύνδεση.

-Ματικάπι. Από το τουρκικό matkap. Χειροδράπανο.

-Mατρακάς. Από το τουρκικό matraka (ξυλόσφυρα). Μεταφορικά το «σαράβαλο».

-Ματσακόνι. Από το ιταλικό mazza (ρόπαλο) και το ακόνι. Σφυρί για ειδικές εργασίες, με τις άκρες του διαμορφωμένες σαν καλέμια.

-Ματσαπλί. Ανοιγόμενη τροχαλία για γρήγορο πέρασμα σχοινιού ή συρματόσχοινου. Από παραφθορά του γαλλικού mise en poulie (rapide) = (γρήγορη) τοποθέτηση σε τροχαλία.

-Ματσόλα. Από το ιταλικό mazzola. Σφυρί με πλαστική ή ξύλινη κεφαλή, ώστε να μην πληγώνει την επιφάνεια χτυπήματος.

-Μέγκερ. Συσκευή μέτρησης μόνωσης, συνήθως σε εγκαταστάσεις υψηλής τάσης. Από τη Βρετανική εταιρεία Megger (ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αι.) που πρωτοκατασκεύασε (και ακόμα κατασκευάζει) τέτοια όργανα.

-Μέγκενη. Από το τουρκικό  mengene.

-Μέγκλα.  Παραφθορά του "Made in England". Δηλώνει την ανώτερη ποιότητα, συνήθως σε υφάσματα.

-Μεζονέτα. Διαμέρισμα δύο ορόφων, με εσωτερική σκάλα. Από το γαλλικό maisonette (μικρό σπίτι).

-Μέιντεϊ. Διεθνής κλήση κινδύνου (Mayday) που στα αγγλικά έχει προκύψει από την παραφθορά του γαλλικού «m’aidez» (βοηθείστε με). Υπάρχει και η άποψη ότι προέρχεται από «my day», αλλά αυτό μάλλον λέγεται για μνημονικούς λόγους.

-Μεντεσές. Από το τουρκικό mentese.

-Mερεμέτι. Από το τουρκικό meremet. H μικροεπισκευή.

-Μεσάλι. Το τραπεζομάντηλο. Από το ιταλικό mensa (τραπέζι φαγητού, καντίνα). Μενσάλιον επί Βυζαντίου.

-Μετρό. Από το metropolitan, ο τοπικός σιδηρόδρομος μιας μεγάλης πόλης (μητρόπολης) μαζί με τα προάστειά της.

-Μίζα. Ο εκκινητής του αυτοκινήτου, από το γαλλικό mise en marche (βάζω εμπρός). Οι Γάλλοι όμως χρησιμοποιούν τον όρο démarreur (εκκινητής).

-Μίκα. Ηλεκτρομονωτικό και θερμομονωτικό υλικό, λαμπερού ασημί χρώματος. Από το ιταλικό micare (λαμπυρίζω).

-Μίνιο. Από το ιταλικό minio. Κοκκινωπή προστατευτική βαφή για την οξείδωση, από οξείδια του μολύβδου.

-Μόνιτορ. Από το λατινικό monitor, παρατηρητής. Οι οθόνες απεικόνισης μετρήσεων, εικόνων κλπ.

-Μοράβια (ή Μουράβια). Υφαλόχρωμα για σκάφη, που δεν επιτρέπει στους θαλάσσιους οργανισμούς να προσκολλώνται στα ύφαλα. Από την εταιρεία Moravian paints που ξεκίνησε να παράγει ένα από τ-α πρώτα υφαλόχρωμα παγκόσμια, στην Τεργέστη το 1863.

-Μόρσα (η). Από το ιταλικό morso (δάγκωμα). Φορητή μέγγενη.

-Μόρσα (τα). Από το ιταλικό morso (δάγκωμα). «Δάκτυλα» θηλυκώματος στις άκρες ξύλινων τμημάτων, ώστε να συναρμολογηθούν στερεά με κόλλα, χωρίς καρφιά ή βίδες.

-Μορσοτρύπανο. Τρυπάνι για σκάψιμο ξύλου.

-Μοτέρ. Από το γαλλικό moteur. Ο κινητήρας, αλλά έχει επικρατήσει κυρίως για τον ηλεκτρικό κινητήρα.

-Μουαγιέ. Πλήμνη (αφαλός) τροχού.

-Μουτζούρης. Το παλιό ατμοκίνητο τρένο στη σημερινή διαδρομή του Ηλεκτρικού του ΗΣΑΠ.

-Μούφα. Από το γερμανικό muffe. Σύνδεσμος για σωλήνες, με εσωτερικό σπείρωμα. Μεταφορικά, η απάτη.

-Μπαγιονέτ. «Κουμπωτός» τρόπος τοποθέτησης μιας λάμπας στο ντουί. Από τον τρόπο τοποθέτησης της ξιφολόγχης, baïonnette στα γαλλικά.

-Μπακατέλα. Από το ιταλικό bagattela, το μηδαμινό.

-Μπακίρι. Χαλκός, από το τουρκικό bakir.

-Μπαλακλάβα. Πλήρες κάλυμμα κεφαλής για το κρύο, που χρησιμοποιούσαν οι Βρετανοί στρατιώτες κατά τη μάχη (1854) στην ομώνυμη πόλη της Κριμαίας.

-Μπαλαντέζα. Από το θηλυκό του γαλλικού baladeur, περιπλανώμενος. Η φορητή προέκταση καλωδίου.

-Μπαλόνι. Από το ιταλικό balone (μεγάλη μπάλα).

-Μπαλούν. Από το Balanced to unbalanced. Ηλεκτρονικό κύκλωμα προσαρμογής σε ραδιοφωνικές κεραίες.

-Μπανέλα. Αναγραμματισμός του μπαλένα (balleine), φάλαινα στα γαλλικά. Χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για ενισχυτικό ρούχων.

-Μπαντανόβουρτσα. Από το τούρκικο badana (ασβεστόχρωμα) και το ελληνικό (πλέον) βούρτσα.

-Μπάρα. Από το γαλλικό barre (ράβδος).

-Μπάρμπεκιου. Από τη λέξη barbakoa της Καραϊβικής που σημαίνει σωρός ξύλων.

-Μπασδέκα. Η ελεύθερη τροχαλία.

-Μπαταρία (βρύση). Η αναμικτική βρύση από το γαλλικό battre (ρίχνω κάτω, αλλά και ανακατεύω τράπουλα).

-Μπατικός. Είδος τοιχοποιίας, όπου το πάχος του τοίχου είναι όσο το μήκος ενός τούβλου. Από το εμβατικός / εμβαδικός = τετράγωνος.

-Μπέλεϊ γέφυρα. Τύπος ισχυρής μεταλλικής γέφυρας, που συναρμολογείται όμως εύκολα και γρήγορα. Εφευρέθηκε από τον Βρετανό Don Bailey κατά τον Β'ΠΠ για στρατιωτική χρήση, ενώ συνολικά στην Ελλάδα υπάρχουν σχεδόν 100 (το 2020). Κανονικά προφέρεται «Μπέιλι».

-Mπεκ. Ακροφύσιο, ψεκαστήρας. Από το γαλλικό bec, ράμφος.

-Μπερζέρα. Από το γαλλικό bergère (βοσκοπούλα), επειδή οι πρώτες τέτοιου είδους πολυθρόνες είχαν βουκολικά μοτίβα.

-Μπερλίνα. Αυτοκίνητο «τριών όγκων» και 4 θυρών. Ονομασία που προήλθε από ιππήλατες άμαξες παρόμοιας διάταξης που πρωτοκατασκευάστηκαν στο Βερολίνο.

-Mπετόν αρμέ. Οπλισμένο σκυρόδεμα. Από το γαλλικό béton armé.

-Μπετόνι. Από το γαλλικό bidon.

-Μπετούγια. Η λαβή της πόρτας. Από το ισπανικό betija.

-Μπίγα. Πλωτός γερανός. Προέρχεται από το βενετσιάνικο biga, αλλά ταιριάζει και με τα αρχικά Π/Γ, που χρησιμοποιεί το Πολεμικό Ναυτικό για να προσδιορίσει τον Πλωτό Γερανό.

-Mπιέλα. Από το ιταλικό biella, διωστήρας.

-Mπιελά(ρ). Στην έκφραση «βγήκε μπιελά», σημαίνει κάτι που δεν επισκευάζεται, και προέρχεται από τον αγγλικό στρατιωτικό όρο BLR (Beyond Local Repair), δηλαδή πέρα (από τη δυνατότητα) τοπικής επισκευής.

-Μπιζουτέ (ή σωστότερα Μπιζωτέ). Σημαίνει το φάλτσο κόψιμο - λοξοτόμηση (συνήθως στους μαραγκούς και τζαμάδες), από το γαλλικό biseauté με την ίδια σημασία.

-Μπίλια. Από το γαλλικό bille. Το σφαιρικό.

-Μπίντα. Δέστρα πλοίου σε προκυμαία, από το αγγλικό bitt με την ίδια σημασία.

-Μπιντές. Από το γαλλικό bidet (αλογάκι, ιππαστί).
 
-Μπλακάουτ. Από το αγγλικό black out, γενική διακοπή ηλεκτρικής τροφοδότησης εξαιτίας βλάβης. Επίσης η λιποθυμική τάση στους πιλότους εξαιτίας ισχυρής επιτάχυνσης.

-Μπογιά. Από το τουρκικό boya. Η βαφή.

-Μποϊκοτάζ. Από τον Charles Boycott που απέτυχε σε διαπραγματεύσεις μεταξύ γαιοκτημόνων και αγροτών στα τέλη του 18ου αι. στην Ιρλανδία, με αποτέλεσμα την άρνηση εργασίας από τους τελευταίους.

-Μπόιλερ. Από το αγγλικό boiler, βραστήρας. Ο λέβητας.

-Μπομπίνα. Από το γαλλικό bobine, καρούλι.

-Μπόσικος. Από το τουρκικό bos, χαλαρός.

-Μπουγέλο. Ο κουβάς. Από το ιταλικό bugliolo.

-Μπουζί. Τα γνωστά μπουζί του αυτοκινήτου. Από το γαλλικό bougie (κερί).

-Μπουλόνι (ή μπουζόνι). Από το γαλλικό boulon, η μηχανολογική βίδα. Μπουλονέζα, η συσκευή τοποθέτησης μπουλονιών.

-Μπουλντόζα. Από το αγγλικό bulldozer, χωματουργικό μηχάνημα για μετακίνηση όγκων χώματος.

-Μπούμα. Από το αγγλικό boom. Το «βελόνι», δηλαδή ο βραχίονας του γερανού.

-Μπούνια. Οι υδρορροές του καταστρώματος. Μέχρι τα μπούνια = όσο δεν παίρνει άλλο.

-Μπουντέλι. Δοκάρι υποστήριξης, αντηρίδα. Σαν όρος συναντάται κυρίως στη ναυπηγική, για τις αντηρίδες υποστήριξης των σκαφών στην ξηρά ή στη δεξαμενή.

-Μπουντούζι. Μεταλλικό δακτυλίδι που προσαρμόζεται σε ύφασμα για να δημιουργήσει σημείο πρόσδεσης. Ίσως από το «μπρούτζινο πορτούζι», καθώς το πορτούζι είναι αντίστοιχος ενισχυτικός δακτύλιος που γίνεται με σχοινί. Το εργαλείο-πρέσα που τα τοποθετεί λέγεται μπουντουζιέρα.

-Μπουργάνα. Ξεχείλωμα, η πιο μπάσα χορδή, η διάρροια. Ίσως από το purgatorium (καθαρτικό).

-Μπουρί. Από το τουρκικό boru, σωλήνας.

-Μπουτόν. Από το γαλλικό bouton. Πιεστικός διακόπτης.

-Μπρίκι. Από το τουρκικό ibrik.

-Μπρούντζος. Ο ορείχαλκος. Από το Πρίντιζι (λατινικά Brundisium), απ’ όπου γίνονταν σημαντική εξαγωγή.

-Νέτα. Ελεύθερα, καθαρά, ανεμπόδιστα. Από το ιταλικό netto. Χρησιμοποιείται συχνά για να δείξει ότι κάτι περνάει ελεύθερα χωρίς να εμποδίζει / εμποδίζεται.

-Νέφτι. Από το τουρκικό neft (πετρέλαιο, νάφθα), παρότι πρόκειται για διαλυτικό που παράγεται από κωνοφόρα (τερεβίνθη), γι' αυτό και η ελληνική ονομασία είναι τερεβινθέλαιο.

-Νίτρο. Γενική ονομασία ουσιών που περιέχουν άζωτο. Συνήθως έτσι ονομάζεται ένα ισχυρό υγρό διαλυτικό χρωμάτων, αλλά και το αέριο υποξείδιο του αζώτου (Ν2Ο) που χρησιμοποιείται σαν οξειδωτικό για τη σύντομη αύξηση της ισχύος βενζινοκινητήρων σε αγώνες.

-Νιτσεράδα. Αδιαβροχοποιημένο με κερί χοντρό αδιάβροχο ναυτικών (από το ιταλικό incerata).

-Ντακότα. Τα μικρά πυροσβεστικά οχήματα (pick up) 4X4, από το Dodge Dakota που χρησιμοποιούσε η Πυροσβεστική. Επίσης τα παλιά δικινητήρια μεταγωγικά αεροσκάφη (Douglas C-47, ή Dakota για τους Βρετανούς), αλλά συχνά και οποιοδήποτε μεταγωγικό αεροσκάφος ανεξαρτήτως τύπου.

-Νταλίκα. Από το τουρκικό talika.

-Νταμάρι. Το λατομείο. Από το τουρκικό damar.

-Νταμιτζάνα. Από το βενετσιάνικο damegiana. Μεγάλο γυάλινο δοχείο.

-(Ν)τάμπερ. Από το αγγλικό damper, περιοριστής της ροής αέρα.

-Ντελαπάρω. Αναγραμματισμός από το γαλλικό deraper, με την ίδια έννοια.

-(Ν)τενεκές. Από το τουρκικό teneke.

-Ντεπλουαγιέ. Μεταλλικό πλέγμα με μεγάλα ανοίγματα σε ενιαίο φύλλο λαμαρίνας, με τρόπο ώστε να γίνεται συστροφή του υλικού. Μοιάζει με τη "γραδελάδα", η οποία όμως είναι για βαρύτερη χρήση. 

-Ντεπό. Αποθήκη. Από το Γαλλικό dépôt, με την ίδια σημασία. Χρησιμοποιείται συνήθως στην περιοχή Θεσσαλονίκης, κατάλοιπο της εκεί διαμονής Γαλλικών στρατευμάτων κατά τον Α΄ΠΠ.

-Ντεραγιέρ. Ο μηχανισμός αλλαγής ταχυτήτων στο πίσω τροχών των ποδηλάτων. Από το γαλλικό derailleur (εκτροχιαστής).

-Ντεσεβό. Το μικρό αυτοκίνητο Citroen 2CV (deux chevaux = δύο ίπποι) αναφορά στους φορολογίσιμους ίππους του κατά το γαλλικό σύστημα. Παράγονταν από το 1948 μέχρι το 1990.

-Ντίζα. Από το γαλλικό tige. Μεταλλική ράβδος με σπείρωμα, επίσης λεπτό συρματόσχοινο που κινείται μέσα σε εύκαμπτο σωλήνα για μετάδοση κίνησης.

-Ντουί. Από το γαλλικό douille, η υποδοχή που βιδώνει η λάμπα.

-Ντούκο. Το Duco είναι εμπορικό όνομα χρωμάτων νιτροκυτταρίνης, της εταιρείας Du Pont.

-Ντρεζίνα. Μικρή χειροκίνητη τετράτροχη πλατφόρμα ή μικρό αυτοκινούμενο σιδηροδρομικό όχημα, για τον έλεγχο των σιδηροτροχιών. Από το ιταλικό dresina.

-Όκιο. Τρύπα περάσματος σχοινιών κλπ με στρογγυλεμένες ακμές. Από το ιταλικό occhio (μάτι).

-Οντουλέ. Από το γαλλικό ondulé, κυματιστό.

-Οτομοτρίς. Από το γαλλικό automotrice, αυτοκινούμενο βαγόνι.

-Οφίς. Διάδρομος (υπηρεσίας). Από το γαλλικό office (officium-υπηρεσία στα λατινικά).

-Παϊτόνι. Άμαξα περιπάτου ευρωπαϊκού τύπου. Ενδεχομένως από το "Φαέθων".

-Παλάγκο. Από το ιταλικό palanco. Mηχανισμός με τροχαλίες για ανύψωση φορτίου.

-Παλάντζα. Από το βενετσιάνικο balanza, ζυγαριά με δύο βραχίονες.

-Παλέτα. Από το ιταλικό palette, μικρό φτυάρι (pala). Πλαίσιο για απόθεση φορτίου, επίσης βάση για τα χρώματα ζωγράφου.

-Πάνελ (πανέλο). Από το αγγλικό panel. Λεπτή επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό.

-Πανιόλο. Αφαιρούμενο κομμάτι πατώματος για πρόσβαση από κάτω, συνήθως σε πλοία. Από το ιταλικό pagliuolo (πάτωμα).

-Παντζούρι. Από το τουρκικό panjur.

-Παντόφλα. Ενισχυτής σήματος ραδιοσυχνοτήτων, αλλά και μικρό οχηματαγωγό σκάφος. 

-Παραμάνα. Από το ιταλικό paramano. Προστατευτικό χεριού.

-Παραμίνα. Μεγάλος λοστός που χρησιμοποιούν οι λατόμοι. Από το γαλλικό barre à mine (λοστός ορυχείου).

-Παραπέντε. Το αλεξίπτωτο πλαγιάς. Από το γαλλικό parachute + pente (πλαγιά).

-Παρκέ. Από το γαλλικό parquet, υποκοριστικό του parc (πάρκο). Δάπεδο από εφαρμοστά τεμάχια ξύλου, συνήθως γυαλισμένο.

-Παρτικόφ. Από το αγγλικό "power take-off", άξονας μετάδοσης ισχύος σε βοηθητικό μηχάνημα, το συναντάμε συνήθως σε τρακτέρ.

-Πασαρέλα. Μεταλλικός διάδρομος συνήθως σε ύψος, για την άμεση σύνδεση διαφόρων τμημάτων μιας βιομηχανικής εγκατάστασης. Από το γαλλικό passerelle. 

-Πασπαρτού. Από το γαλλικό "passe partout", κλειδί που ανοίγει όλες τις κλειδαριές.

-Πάτερο. Βασικό δοκάρι στήριξης, κυρίως σε στέγη. Από το πάτος.

-Πατίνα. Από το βενετσιάνικο patina. Επικάλυψη για προστασία από οξείδωση, ή φυσική αλλαγή της επιφάνειας από επιφανειακή οξείδωση (παθητική προστασία).

-Πατινάρισμα. Ολίσθηση (από το πατίνι) αλλά και η ολίσθηση των τροχών από μεγάλη ροπή (αλλιώς και σπινάρισμα). 

-Πατίνι. Από το ιταλικό pattino (ολισθητήρας). 

-Πατούρα. Μικρή συνήθως προεξοχή, ώστε να έρθει και να πατήσει ένα άλλο κομμάτι ή εξάρτημα χωρίς να προεξέχει ή να δημιουργεί σκαλοπάτι.

-Πάφιλας. Μάλλον από τουρκικό pafta, λεπτό εύπλαστο μεταλλικό έλασμα.

-Πένσα. Από το γαλλικό pince.

-Πεντάλ. Από το γαλλικό pédale.

-Περβάζι. Από το τούρκικο pervaz, το κάτω φαρδύ μέρος του κασώματος παράθυρου.

-Περσίδες. Τα ξύλινα παντζούρια με γρίλιες, από το γαλλικό persienne (θεωρούνταν περσικής προέλευσης). Επίσης οι γρίλιες γενικότερα. Αντίστοιχα τα βενετικά στόρια είναι οι επιμήκεις, πλαστικές συνήθως γρίλιες σκίασης που τοποθετούνται εσωτερικά.

-Περφορέ. Οτιδήποτε διάτρητο. Από το γαλλικό perforé.

-Πι-εσ-πί. Από το Perforated Steel Planking. Μεταλλικά φύλλα με τρύπες που στρώνονται σε σαθρό έδαφος, για να δημιουργήσουν πρόχειρο διάδρομο για οχήματα και αεροσκάφη.

-Πίκμανση. Η χάραξη του χοντρού χαρτιού ώστε να διευκολύνεται το δίπλωμά του στο σημείο εκείνο. Ίσως από το pick machine.

-Πιλοτή. Ο ανοικτός χώρος κάτω από τον πρώτο όροφο ενός κτηρίου. Από το γαλλικό pilotis (pile = πάσσαλος ή στύλος) και όχι από την «πύλη».

-Πινιόν. Κάθε μικρό γρανάζι που δίνει κίνηση σ' ένα αρκετά μεγαλύτερο. Από το γαλλικό pignon.

-Πιράκια. Η έκφραση «χτυπάει πιράκια» αναφέρεται σε μηχανές αυτοκινήτου όταν κάνουν ένα χαρακτηριστικό κροτάλισμα, συνήθως εξαιτίας κακής ποιότητας βενζίνης, με επακόλουθο την «προανάφλεξη». Ο όρος προέκυψε από σύγχυση του φαινομένου με αυτό του χαλαρού πίρου (από το ιταλικό piro) ενός εμβόλου, που κάνει παρόμοιο θόρυβο.

-Πιρτσίνι ή Πριτσίνι. Από το τουρκικό perçin, καρφί.

-Πιτσικάρω. Από το ιταλικό pizzicare, τσιμπάω. Στρέβλωση επίπεδης επιφάνειας.

-Πλάνη. Από το λατινικό plana. Το ροκάνι, για κατεργασία επίπεδων ξύλινων επιφανειών.

-Πλατφόρμα. Από το γαλλικό plate-form, με την ίδια έννοια.

-Πλαφονιέρα. Φωτιστικό που στερεώνεται στην οροφή, χωρίς να κρεμιέται. Από το γαλλικό plafond (ταβάνι).

-Πλέξιγκλας. Από το εμπορικό όνομα plexiglass, ακρυλικό υποκατάστατο γυαλιού. 

-Πόμολο. Από το ιταλικό pomo (μήλο), λαβή με σφαιρικό σχήμα.

-Πομόνα. Αντλία πηγαδιών (συνήθως βυθιζόμενη), από το όνομα της αυστραλιανής εταιρείας που την πρωτοκατασκεύασε, και χρησιμοποίησε για την επωνυμία της το όνομα ρωμαϊκής θεότητας για τα φρούτα.

-Πόμπα. Αντλία. Από το ιταλικό pompa.

-Πομπέ (ή μπομπέ). Από το γαλλικό bombé. Σφαιρική απόληξη.

-Πόντα. Από το point. Κυλινδρικό εργαλείο με σκληρή και αιχμηρή άκρη για σημάδεμα, ή για τα ορίσει κέντρο για την έναρξη τρυπανίσματος.

-Πονταρισιά. Το σημάδι από την πόντα, αλλά και η σημειακή συγκόλληση λεπτών ελασμάτων με χρήση ηλεκτροσυγκόλλησης ή ηλεκτροπόντας.

-Πορτατίφ. Από το γαλλικό portatif (φορητό). Οι Γάλλοι όμως το λένε lampe de table.

-Πορτμπαγκάζ, Σαζμάν, και με την ευκαιρία και ο καφές ΦραπέΓαλλικές λέξεις που προφέρονται σωστά, αλλά που δεν χρησιμοποιούνται από τους Γάλλους για τον ίδιο σκοπό! (Οι αντίστοιχες λέξεις  στα γαλλικά είναι: Coffre, Boite de vitesse, Glacé, ενώ Porte-bagage είναι η σχάρα οροφής).

-Ποτενσιόμετρο. Από το λατινικό potentia (δύναμη) και το ελληνικό μέτρο. Συσκευή που ρυθμίζει την τάση (και κατά συνέπεια την ισχύ) ενός ηλεκτρικού κυκλώματος.

-Πρέκι. Μάλλον από το βενετικό brechia. Δοκός, συνήθως από μπετόν, για την ενίσχυση του επάνω ανοίγματος πόρτας, παράθυρου κλπ.

-Πρέσα. Από το γαλλικό presser, πιέζω. Συσκευή συμπίεσης.

-Πρεσπάν. Είδος χαρτιού που χρησιμοποιείται και σαν μονωτικό. Από το γερμανικό Presspahn.

-Πρεσπαπιέ. Από το γαλλικό press papier, βάρος για τη συγκράτηση χαρτιών.

-Πρίζα. Από το γαλλικό prise, λήψη. Η γνωστή (μ)πρίζα.

-Πριζντιρέκτ. Ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου ταχυτήτων. Από το γαλλικό prise directe.

-Πρόκα. Από το βενετσιάνικο broca. Καρφί.

-Πούλμαν. Από τον George Pullman, που στα μέσα του 19ου αι. κατασκεύασε στις ΗΠΑ πολυτελή βαγόνια σιδηροδρόμου με κρεβάτια. Το όνομα αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από κατασκευαστή οχημάτων και έγινε συνώνυμο με τα πολυτελή λεωφορεία.

-Ράγα. Από το γαλλικό rail, σιδηροτροχιά. 

-Ρακόρ. Σύνδεσμος προσαρμογής σωληνώσεων. Από το γαλλικό ρήμα raccorder (συνδέω).

-Ραμποτέ. Από το γαλλικό rabotéΔιαμορφωμένο τεμάχιο ξύλου, ώστε να "κουμπώνει" κατά μήκος στο διπλανό του.

-Ραντιέ. Κοιτόστρωση. Από το γαλλικό radier, συμπαγής πλατφόρμα (συνήθως από μπετόν) για θεμελίωση οικοδομής.

-Ράουλο. Από το γαλλικό rouleau, κυλινδρικός τροχίσκος.

-Ράσπα. Από το ιταλικό raspa. Χοντρή λίμα για ξύλο.

-Ραφ (χρώμα). Γκριζογάλαζο χρώμα, χαρακτηριστικό της στολής των αξιωματικών της RAF.

-Ρεγουλάρω. Από το ιταλικό regolare. Ρυθμίζω. Ρεγουλατόρος: Βίδα, συνήθως, ρύθμισης.

-Ρεζέρβα, ρεζερβουάρ. Από το γαλλικό réserve, απόθεμα.

-Ρεζές. Από το τουρκικό reze. Μεντεσές.

-Ρεκτιφιέ. Από το γαλλικό rectifier. Διορθώνω.

-Ρελαντί. Από το γαλλικό ralentir. Μειώνω ταχύτητα.

-Ρελέ. Από το γαλλικό relais (εναλλάσσω). Hλεκτρολογική συσκευή για έλεγχο του ρεύματος από απόσταση.

-Ρέλι. Από το αγγλικό rail (ράγα). Ταινία για την ενίσχυση άκρης υφάσματος, ή κάγκελο πλοίου.

-Ρελιέφ. Από το γαλλικό relief (ανυψωμένο). Το ανάγλυφο.

-Ρεμιζάρω. Παρκάρω, αναπαύομαι. Από το γαλλικό remise (επανατοποθέτηση). Βλ και το τραγούδι "Βαλεντίνα".

-Ρεπρίζ. Από το γαλλικό reprise. Ανάκτηση (ταχύτητας).

-Ρετάρω. Από το γαλλικό retarder, βραδυπορώ. Ανώμαλη λειτουργία κινητήρα, που προκαλεί μείωση των στροφών του.

-Ρετιρέ. Το διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου που είναι λίγο πιο μέσα από την πρόσοψη του κτηρίου. Από το γαλλικό retiré (αποτραβηγμένος).

-Ριπο(υ)λίνη. Χρώμα για ξύλο (λαδομπογιά), από τον Ολλανδό εφευρέτη της, Riep.

-Ρόδα, ροδέλα. Από τα βενετσιάνικα roda, rodela.

-Ρόδακας. Κυκλική κατασκευή, συνήθως διακοσμητική, με ανοίγματα που θυμίζουν ανοικτά πέταλα ρόδου κοιταγμένα από επάνω. 

-Ροδάντζα. Μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα που προστατεύει το εσωτερικό της γάσας (της θηλειάς) της άκρης ενός συρματόσχοινου ή σχοινιού. Μάλλον από το σχήμα του που μοιάζει με πέταλο ρόδου, παρά από τη ρόδα.

-Ρομπότ. Από το τσέχικο robota, καταναγκαστική εργασία.

-Ρουλεμάν. Από το γαλλικό roulement (κύλιση). Ο ένσφαιρος τριβέας.

-Ρουμπινέτο. Από το γαλλικό robinet, κάνουλα.

-Ρυμούλκα. Παραφθορά του γαλλικού remorque, με την ίδια έννοια.

-Σαγρέ. Από το τουρκικό sahre (βράχος), ή sagri (δέρμα ζώου). Η «άγρια» επιφάνεια.

-Σακαράκα. Ίσως από το ιταλικό carcassa (σκελετός πλοίου).

-Σαλαμάστρα. Από το ιταλικό salamastra, πλεκτό σχοινί. To ρυθμιζόμενο παρέμβυσμα στεγανοποίησης σε άξονα, όχι όμως πλέον από σχοινί.

-Σαλαμούρα. Η άλμη, από το βενετικό salamora.

-Σαμπάνι. Ιμάντας που περνιέται κάτω από φορτία για την ανύψωσή τους. Αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως από το «σάβανο», μακριά και ισχυρή λωρίδα υφάσματος.

-Σαμποτάζ. Από τα ξύλινα sabo (ξυλοπάπουτσα) που τα χρησιμοποιούσαν δυσαρεστημένοι εργαζόμενοι στα τέλη του 19ου αι., για να χαλούν τα προϊόντα που κατασκεύαζαν.

-Σαμπρέλα. Από το γαλλικό chambre d’ air.

-Σανιδώνω. Πατάω το γκάζι τέρμα μέχρι το πάτωμα (που ήταν από σανίδι παλαιότερα).

-Σαράβαλο. Ίσως από τα σαράβαρα ή σαλβάρια, περσική λέξη για τα χαλαρά παντελόνια / βράκες.

-Σασί. Από το γαλλικό chassis (πλαίσιο).

-Σατινέ. Από το γαλλικό satiné. Αναφέρεται σε ημιγυαλιστερό χρώμα, ενώ το ακόμα λιγότερο γυαλιστερό είναι το "βελουτέ".

-Σγρόμπια. Εργαλείο που ανοίγει τρύπες σε μαλακό υλικό, πχ λάστιχο ή δέρμα. Μάλλον από το σγρόμπος (εξόγκωμα ή ρόζος) επειδή αφαιρεί ένα κυλινδρικό κομμάτι σαν ρόζο.

-Σέγα. Από το ιταλικό sega (πριόνι). To πριόνι ξυλοκοπτικής, αλλά και το ηλεκτρικό πριόνι.

-Σενάζι. Από το γαλλικό chainage. Δοκός από μπετόν για ενίσχυση τοιχοποιίας.

-Σεντίλ. Από το αγγλικό schedule με γαλλική προφορά. Κατάταξη σωλήνων με βάση το πάχος τοιχώματος. Συνηθισμένα νούμερα το 40 και το 80, με το 80 να αντιστοιχεί σε μεγαλύτερο πάχος.

-Σεντίνα. Από το ιταλικό sentina, το εσωτερικό κάτω μέρος του πλοίου ή εγκατάστασης που καταλήγουν οι διάφορες διαρροές.

-Σέρβις. Έλεγχος, εξυπηρέτηση. Από το αγγλικό service με την ίδια έννοια. 

-Σερπαντίνα. Από το γαλλικό serpantin (φιδίσιο). Σωλήνας με πολλές καμπές που χρησιμοποιείται σε εναλλάκτες θερμότητας.

-Σέσουλα. Από το ιταλικό sessola, μικρό φτυάρι.

-Σίκλος. Ο κουβάς, από την αρχαία μονάδα μέτρησης βάρους και αντίστοιχο νόμισμα.

-Σιλό. Από το γαλλικό silo. Αποθήκη χύδην προϊόντων.

-Σινεμπλόκ. Από το αγγλικό silent block, ελαστική βάση κινητήρα ή ανάρτησης.

-Σιρκουί. Από το γαλλικό circuit, κύκλωμα. Είδος αγώνα αυτοκινήτου σε κλειστή διαδρομή.

-Σιφονιέρα. Συρταριέρα για ασπρόρουχα και πανιά. Από το γαλλικό chiffonnière, (chiffon = ύφασμα).

-Σκαμπό. Από το γαλλικό escabeau (ψηλό κάθισμα χωρίς πλάτη). Σήμερα στα γαλλικά, η σκάλα τύπου Λ.   

-Σκάντζα. Η αλλαγή βάρδιας, αλλά και κάθε αλλαγή ή αντικατάσταση. Από το βενετικό scangia.

-Σκαρπέλο. Από το ιταλικό scarpello. Εργαλείο μαραγκού που συνδυάζει σφυρί και κοπίδι.

-Σκιτζής. Ο αδέξιος τεχνίτης. Από το τουρκικό eskici, παλιατζής.

-Σκορτσάρισμα. Η απότομη κίνηση (συνήθως μετά από μάγκωμα). Πιθανά ιταλικής προέλευσης από το scorrazzare (κινούμαι ακανόνιστα).

-Σκούρα. Τα παντζούρια (βλ και τραγούδι «στο Κερατσίνι νύχτωσε και έκλεισαν τα σκούρα…).

-Σοβάς. Από το τουρκικό sιva.

οβατεπί. Από το τουρκικό sιvatibi.

-Σόκορο. Ιταλικής προέλευσης. Η λεπτή πλευρά σανίδας.

-Σολντερίνη. Από το soldering paste, αλοιφή που βελτιώνει τις κολλήσεις με βάση τον κασσίτερο (καλάι), όπως είναι οι ηλεκτρολογικές.

-ΣΟΣ (SOS). Παλαιότερη κλήση κινδύνου, που θεωρείται ότι προέρχεται από το Save Our Souls, αλλά αυτό μάλλον λέγεται για μνημονικούς λόγους. Δεν πρέπει όμως να είναι σύμπτωση το γεγονός, ότι στο μορσικό αλφάβητο έχει πολύ σύντομη και εύκολη σύνταξη: . . . - - - . . .

-Σουβέρ. Από το γαλλικό sous verre (κάτω από το ποτήρι).

-Σουπερποζέ. Κατακόρυφη διάταξη, από το γαλλικό superposé. Αναφέρεται συνήθως σε δίκανα κυνηγετικά όπλα με τις κάνες σε κατακόρυφη διάταξη.

 -Σουσπανσιόν. Η ανάρτηση, συνήθως οχήματος, από το γαλλικό suspension. Λέξη που δεν χρησιμοποιείται πλέον συχνά.

-Σούστα. Από το ιταλικό susta. Επίσης οι ιππήλατες άμαξες που είχαν σούστες.

-Σοφέρ. Από το γαλλικό chauffeur, θερμαστής. Προέρχεται από την ορολογία  του τρένου. Πλέον χρησιμοποιείται για τον υπάλληλο οδηγό ιδιωτικού αυτοκινήτου.

-Σπάτουλα. Από το ιταλικά spatοla. Εργαλείο με φαρδιά μεταλλική λάμα, για στρώσιμο επιφανειών. 

-Σπινάρισμα. Από το αγγλικό spin. Απότομη εκκίνηση αυτοκινήτου που προκαλεί ολίσθηση των τροχών.

-Σπιράγιο. Άνοιγμα εξαερισμού συνήθως σε σκάφη. Από το ιταλικό spirare (spiro = αναπνέω).

-Σπίρτο. Το οινόπνευμα, spirit στα αγγλικά.

-Στολάρισμα. Από το αγγλικό stall, σταμάτημα, αποτυχία. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αεροδυναμική, για τη διαταραχή της ομαλής ροής του αέρα.

-Στουπέτσι. Τουρκικής προέλευσης. Λευκή βαφή για μέταλλο ή παπούτσια.

-Στόφα. 1. Από το αγγλικό stove. Συνδυασμός ξυλόσομπας και κουζίνας.

-Στόφα. 2. Από το ιταλικό stoffa. Είδος χοντρού υφάσματος.

-Στραβοκατσάβιδο και σεβρόφρενο. Αντί του σωστού «σταυροκατσάβιδο» και «σερβόφρενο».  Συχνό λάθος, που γίνεται εξαιτίας της πιο εύκολης προφοράς των αναγραμματισμένων λέξεων.

-Στράντζα. Μηχάνημα διαμόρφωσης φύλλων μετάλλου. Μάλλον από το ιταλικό striacchare (τεντώνω).

-Στρατσώνα. Από το ιταλικό straccione (τραχύς). Το άδειασμα νερών από το κάτω μέρος του λέβητα, για να απομακρυνθούν ακαθαρσίες και άλατα.

-Στρόμβος. Ναυτικό κωνικό εργαλείο για το χαλάρωμα κόμπων. Λέξη από τα αρχαία ελληνικά για το σχήμα εκ περιστροφής.

-Στύψη ή στυπτηρία. Θειικό άλας που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία και παλαιότερα σαν αιμοστατικό και για κολλάρισμα.

-Τάβλα. Από το λατινικό tabula.

-Τακαρία. Μεγάλοι (συνήθως) τάκοι για υποστήλωση. Συνήθως ξύλινοι, αλλά και μεταλλικοί ρυθμιζόμενοι.

-Τάκος. Από το ιταλικό taco (τακούνι).

-Ταλουρίτ. Πρεσαριστός συνδετήρας για τη δημιουργία θηλιάς σε άκρη συρματόσχοινου. Από τη Σουηδική εταιρεία Talurit που τους κατασκευάζει από το 1948.

-Ταμπλό. Από το γαλλικό tableau. Πινακίδα, πίνακας.

-Ταμπούρο. Από το γαλλικό tambour, τύμπανο.

-Τανάλια. Από το ιταλικό tanaglia.

-Τάνκ. Το άρμα μάχης. Η λέξη προέρχεται από το tank (δεξαμενή στα αγγλικά), επειδή τα πρώτα άρματα που κατασκευάστηκαν στην Αγγλία είχαν χαρακτηριστεί σαν «δεξαμενές», για να αποκρυφτεί ο πραγματικός τους ρόλος.

-Τανκσάκια. Μηχανισμοί για μετακίνηση μεγάλων φορτίων σε λείο δάπεδο, με μικρή ανύψωση. Οι μηχανισμοί αποτελούνται από ράουλα σε διάταξη ατέρμονας αλυσίδας μεγάλης αντοχής, που θυμίζει ερπύστρια τανκς.

-Τάπα. Από το τουρκικό tapa.

-Τέμπερα. Χρώματα ζωγραφικής που χρησιμοποιούν ζωική πρωτεΐνη σαν συγκολλητικό.

-Τεμπεσίρι. Από το τουρκικό tebesir, κιμωλία.

-Τετακέ. Γλίστρημα και περιστροφή του αυτοκινήτου, ώστε το εμπρός μέρος να φτάσει να κοιτάζει πίσω. Από το γαλλικό tête à queue (κεφάλι στην ουρά).

-Τζαβέτα. Μακριά βίδα για τη σύνδεση χοντρών δοκαριών. Από το βενετσιάνικο giaveta.

-Τζάμπο. Κάτι σε πολύ μεγάλο μέγεθος. Από τον αφρικανικό ελέφαντα Jumbo που έφθανε τα 4 μέτρα σε ύψος, και επιδεικνύονταν στην Αμερική στα τέλη του 19ου αι.

-Τζέιμς. Στρατιωτικό φορτηγό των δεκαετιών ‘50-‘60. Το όνομά του προέρχεται από τα αρχικά της GMC που το κατασκεύαζε, θυγατρικής της General Motors.

-Τζέρικαν. Μεταλλικό κάνιστρο μεταφοράς καυσίμου, ισχυρής κατασκευής, για στρατιωτική κυρίως χρήση. Από το Jerry can (Jerries ονόμαζαν οι Βρετανοί τους Γερμανούς κατά τον Β΄ΠΠ), καθώς το πρωτοχρησιμοποίησαν οι Γερμανοί και οι Σύμμαχοι στη συνέχεια το αντέγραψαν.

-Τζιμάνι. Ο «ατσίδας», είτε από το τουρκικό cemal (ωραίος) είτε από το αμερικανικό g-man (άνθρωπος της κυβέρνησης. Πιθανότερο το πρώτο.

-Τζιπ. Το όχημα παντός εδάφους, από τα αρχικά GP (General Purpose) την αρχική στρατιωτική ονομασία για το γνωστό τζιπ του στρατού. Αργότερα η ονομασία JEEP κατοχυρώθηκε για τον ομώνυμο τύπο επιβατικού αυτοκινήτου.

-Τζιφάρι. Αντλία που δουλεύει με την υποπίεση ροής αέρα. Μάλλον αραβική λέξη πιθανόν ηχομιμητική, από το σφύριγμα του αέρα εκτόνωσης.

-Τζόγος. Το διάκενο (παίξιμο). Από τη βενετσιάνικη λέξη zogo (παιχνίδι). 

-Τιράζ. Αριθμός αντιτύπων μιας έκδοσης. Από το γαλλικό tirage (τράβηγμα).

-Τιρμπουσόν. Από το γαλλικό tire bouchon, συσκευή αφαίρεσης πωμάτων από φελλό.

-Τολ. Από το γαλλικό tôle, λαμαρίνα. Υπόστεγο κατασκευασμένο από κυρτή λαμαρίνα.

-ΤόρναΒαρύ φορητό ηλεκτροκίνητο εργαλείο, που συνδυάζει κομπρεσέρ και δράπανο. Λέξη ίδιας προέλευσης με τον «τόρνο».

-Τόρνος. Λέξη αρχαϊκής προέλευσης, αλλά αντιδάνειο από το γαλλικό tourner (γυρίζω-περιστρέφομαι). Εργαλειομηχανή κατεργασίας κυλινδρικών επιφανειών.

-Τούβλο. Από το λατινικό tubulus.

-Τουίντ. Μάλλινο αδρό ύφασμα, σκωτσέζικης προέλευσης. Το όνομα αποδίδεται λανθασμένα στον ποταμό Tweed της Σκωτίας, ενώ πρόκειται για παρανόηση της λέξης twill (διαγώνιο πλέξιμο).

-Τούρμπο και Τουρμπίνα. Αντιδάνειο από το ελληνικό τύρβη (δίνη, ανακατωσούρα). 

-Tουρνικέ. Από το γαλλικό tourniquet. Περιστρεφόμενος μηχανισμός εισόδου με κατακόρυφο άξονα, για να διέρχεται ένα μόνο άτομο κάθε φορά. Επίσης, πρόχειρος σφικτός επίδεσμος για σταμάτημα αιμορραγίας.

-Τραβέρσα. Από το ιταλικό traverse. Δοκός τοποθετημένη εγκάρσια.

-Τραβερτίνης. Υλικό σαν μάρμαρο, από ανακρυσταλλωμένο ανθρακικό ασβέστιο.

-Τρακτέρ και τράκτορας. Από το γαλλικό tracteur, ελκυστήρας.

-Τραμ. Από το αγγλικό tramway.

-Τραμβαγιέρης. Ο οδηγός του τραμ, από το tramway.

 -Τράτο. Περιθώριο (χώρου ή χρόνου). Από το ιταλικό tratto (τραβώ). Της ίδιας προέλευσης και η ψαράδικη τράτα.

-Τρέιλερ. Από το αγγλικό trailer.

-Tρέσα. Εύκαμπτη «πλεξούδα», συνήθως μεταλλική. Από το γαλλικό tresse.

-Τρόλεϋ. Από το αγγλικό trolley. Ο τροχός που κινείται σε οδηγό, και κατ’ επέκταση το σύστημα που χρησιμοποιείται για την εναέρια τροφοδότηση των ομώνυμων λεωφορείων.

-Τρόμπα. Από το ιταλικό tromba. Η αντλία.

-Τροπέτο. Μισό κομμένο αυτοκίνητο. Ίσως έχει σχέση με το ιταλικό troncare, κουτσουρεύω.

-Tσακμάκι. Από το τουρκικό çakmak. Αναπτήρας με πυριτόλιθο.

-Τσατμάς. Είδος τοίχου με ξύλινο σκελετό, γέμιση από βέργες και επικάλυψη με σοβά.

-Τσέρκι. Από το ιταλικό cerchio, κύκλος. Το μεταλλικό στεφάνι, που χρησιμοποιείται συνήθως στα βαρέλια για ενίσχυση.

-Τσιγκέλι. Από το τούρκικο çengel.

-Tσίγκος. Από το ιταλικό zinco. Ο ψευδάργυρος. Επίσης, η γαλβανισμένη λαμαρίνα.

-Τσιμέντο. Από το ιταλικό cimento.

-Τσιμινιέρα. Από το ιταλικό ciminiera, αντιδάνειο από το «κάμινος».

-Τσιμούχα. Είτε από το ιταλικό cimossa (ούγια), είτε από το τουρκικό camuha (σφουγγάρι). Το λαστιχένιο στεγανοποιητικό παρέμβυσμα.

-Τσόκ. Περιοριστής ροής ή κίνησης. Από το αγγλικό choke (πνίγω). Επίσης το εργαλείο που συγκρατεί το προς κατεργασία εξάρτημα στον τόρνο, ή το τρυπάνι στο δράπανο.

-Τσόντα. Από το βενετσιάνικο zonta, προσθήκη, και επίσης η φλάντζα στεγανοποίησης.

-Τύρφη. Από το αγγλικό turf (χλόη). Το σταχτόχωμα.

-Φάιμπεργκλας. Από το αγγλικό fiberglass, ρητινούχο πλαστικό ενισχυμένο με ίνες γυαλιού.

-Φαλτσέτα. Από το ιταλικό falcetto (μαχαίρι παπουτσή, πολύ κοφτερό).

-Φάλτσο. Από το ιταλικό falso. Το λάθος, και κατ’ επέκταση το λοξό.

-Φερφορζέ. Από το γαλλικό fer forgé (σφυρήλατος σίδηρος).

-Φίλερ. Έλασμα ή συνήθως σετ ελασμάτων για τη μέτρηση μικρών διακένων (μικρότερων από 1mm). Από το αγγλικό feel (αισθάνομαι).

-Φιλιέρα. Εργαλείο για τη διάνοιξη εξωτερικών σπειρωμάτων. Από το γαλλικό fillière.

-Φιμέ. Το σκούρο γυαλί. Από το γαλλικό fumé  (καπνισμένο). Το ενδιαφέρον είναι  ότι δεν χρησιμοποιείται από τους Γάλλους, που χρησιμοποιούν τον όρο teinte.

-Φίμπερ, φιμπερένιος. Αναφέρεται συνήθως σε ροδέλες, από συνθετικά (ινώδη-fiber) υλικά.

-Φις. Από το γαλλικό fiche. Το εξάρτημα με τους ακροδέκτες στην άκρη του καλωδίου, που μπαίνει στην πρίζα.

-Φλάντζα. Από το αγγλικό flange. Λεπτό και σχετικά μαλακό υλικό, που χρησιμοποιείται για τη στεγανοποίηση μεταξύ επίπεδων μεταλλικών επιφανειών. Επίσης η «στεφάνη» που έχουν σωλήνες στην άκρη τους, ώστε να συνδεθούν με βίδες.

-Φλοτέρ. Από το γαλλικό flotteur, πλωτήρας.

-Φορμάικα. Από το εμπορικό όνομα formica. Από το «for mica», καθώς προορίζονταν αρχικά σαν ηλεκτρικό μονωτικό αντί της μίκας.

-Φουγάρο. Μάλλον από το ιταλικό fuga (φυγή). Καπνοδόχος.

-Φούιτ. Διαρροή αερίου, κλατάρισμα. Από το Γαλλικό fuite, με την ίδια σημασία. Χρησιμοποιείται συνήθως στην περιοχή Θεσσαλονίκης, κατάλοιπο από την εκεί διαμονή Γαλλικών στρατευμάτων κατά τον Α΄ΠΠ.

-Φούμο. Από το λατινικό fumus (καπνός).

-Φουρνέλο. Από το ιταλικό fornello (μικρός φούρνος). Η τρύπα στο βράχο για την τοποθέτηση εκρηκτικών.

-Φουφού. Από το τουρκικό fufu, μαγκάλι.

-Φραγκόφτυαρο. Αλλιώς το πηλοφόρι, επίπεδη επιφάνεια με λαβή στο κάτω μέρος για μεταφορά λάσπης ή σοβά για σοβάτισμα. Λέξη δηλωτική της προέλευσης του εργαλείου.

-Φρέζα. Από το ιταλικό fresa ή το γαλλικό fraise. Εργαλειομηχανή δημιουργίας επίπεδων επιφανειών ή κοψιμάτων.

-Φυσούνα. Εύκαμπτος σωλήνας ή κάλυμμα σαν «ακορντεόν», από το φυσερό των σιδεράδων.

-Χάβρος. Ο σιδηρουργός (επτανησιακό). Από το ιταλικό fabbro (σιδεράς).

-Χάρβαλο. Από το χαλαρός. Ίσως και ηχοποιητό, όπως το χάρχαλο.

-Χαρμάνι. Από το τουρκικό harman, μείγμα.

-Χρέπι ή χλέπι. Σαραβαλιασμένο, διαλυμένο. Ίσως από το χαλεπός.

-Ψήκτρα. Λέξη αρχαϊκής προέλευσης. Η ξύστρα, η βούρτσα. Πρόκειται για εξαρτήματα σε ορισμένου τύπου ηλεκτρικούς κινητήρες ή γεννήτριες. Οι παλαιότερες ψήκτρες έμοιαζαν πράγματι με μεταλλικές βούρτσες, ενώ σήμερα κατασκευάζονται από άνθρακα.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου