Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Βυθισμένο Stuka κοντά στην Αντίκυρα.

 Στις 22/4/41, δεύτερη ημέρα του Πάσχα του 1941, δέκα* περίπου Ju 87 (STUKAS) της I/St.G2 (1η Σμηναρχία, 2η Πτέρυγα) έκαναν επιδρομή στον κόλπο της Αντίκυρας, βομβαρδίζοντας και βυθίζοντας τρία πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή.

Ένα STUKA, χτυπήθηκε από αντιαεροπορικά πυρά που έφεραν κάποια από τα πλοία και έκανε αναγκαστική προσθαλάσσωση στην περιοχή του Αγ. Μηνά, στον κόλπο της Ιτέας. Η τύχη του πληρώματος είναι αβέβαιη.
Το αεροσκάφος πολύ αργότερα ανατινάχθηκε, για την ανάκτηση του αλουμινίου.
Τη δεκαετία του 1990, οι Γ. Μεταξάς και Γ. Ορφανός εντόπισαν σε μικρό βάθος στη θάλασσα μπροστά στην παραλία του Αγ. Μηνά μερικά εξαρτήματα του STUKA, τα οποία καθάρισαν και φύλαξαν, ενώ το 2012 τα παρέδωσαν στην κοινότητα της Αντίκυρας, για να τα εκθέσει σε προθήκη στον ισόγειο χώρο του Φάρου του λιμανιού της.
Ενδέχεται, ο κινητήρας του STUKA ή άλλα μεγάλα εξαρτήματα να έχουν κυλίσει σε μεγαλύτερο βάθος, εξαιτίας της έντονης κλίσης του πυθμένα.
Ένας τάφος μέσα στην περιοχή της σημερινής βάσης καυσίμων Αντίκυρας, είναι ενός θύματος αυτής της επίθεσης.

*Από μαρτυρίες κατοίκων. Άλλες καταγραφές αναφέρουν πολλά περισσότερα συνολικά αεροσκάφη (βλ links).

H παρακάτω πινακίδα έχει τοποθετηθεί από τον Γ. Μεταξά στην προθήκη των εξαρτημάτων του STUKA, στον Φάρο της Αντίκυρας:

"RUDERMASCHINE από JUNKERS 87 STUKA
Στις 22 Απριλίου 1941 (δεύτερη ημέρα του Πάσχα), μια ομάδα από 10 περίπου STUKA βομβάρδισε στο λιμάνι της Αντίκυρας τρία πλοία που ελλιμενίζονταν, το νοσοκομειακό ΣΩΚΡΑΤΗΣ, και τα δεξαμενόπλοια ΘΕΟΔΩΡΑ και THEDOL.
Από τον βομβαρδισμό βυθίστηκαν τελικά και τα τρία πλοία με αρκετούς νεκρούς, αλλά καθώς κάποια διέθεταν βασικό αντιαεροπορικό εξοπλισμό, κατάφεραν να χτυπήσουν ένα STUKA, που έκανε προσθαλάσσωση στα ρηχά κοντά στον σημερινό οικισμό του Αγ. Μηνά στην Ιτέα.
Το αεροπλάνο αργότερα διαλύθηκε για την ανάκτηση των υλικών του, κυρίως του αλουμινίου.
Στη δεκαετία του 1990, οι Γ. Ορφανός και Γ. Μεταξάς βρήκαν και ανέσυραν το RUDERMASCHINE του STUKA, που εκτίθεται εδώ.
Η συσκευή αυτή, κατασκευής SIEMENS, ήταν ένας ηλεκτρο-υδραυλικός σερβομηχανισμός με γυροσκόπιο, και χρησίμευε σαν αυτόματος πιλότος για τη διατήρηση σταθερής πορείας του αεροσκάφους, με επενέργεια επάνω στο κατακόρυφο πηδάλιό του. 
Μαζί βρέθηκαν και εκτίθενται το γυροσκόπιο του RUDERMASCHINE, ένας φορέας βόμβας 50 kg και κάποιοι δευτερεύοντες πίνακες οργάνων του αεροσκάφους."





H βιτρίνα στον Φάρο της Αντίκυρας, με κάποια από τα εξαρτήματα του Stuka.

 Ο κόλπος της Αντίκυρας δεξιά, και της Ιτέας αριστερά. Με κίτρινο, η περιοχή του Αγ. Μηνά.

Σχετικά links: 

ΥΓ. Το RUDERMASCHINE ήταν ανεξάρτητος μηχανισμός, από αυτόν που με το πάτημα ενός κουμπιού έβγαζε αυτόματα το STUKA από τη βύθιση μετά την άφεση της κύριας βόμβας, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο ο πιλότος του να πάθει black out. 

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Μία μεγάλη τραγωδία, με λίγα λόγια. Κύπρος 1974

 Η Κύπρος παρέμεινε στη Βρετανική σφαίρα επιρροής, ακόμα και μετά την επίσημη ανεξαρτησία της το 1960 (με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που προηγήθηκαν), ενώ οι Ελληνοκύπριοι εκδήλωναν με κάθε ευκαιρία την επιθυμία τους για ένωση με την Ελλάδα. Πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη το 1960 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Αυτή η επιθυμία για «Ένωση» έφτασε πολύ κοντά να πραγματοποιηθεί το 1964 (μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64) με τα δύο Σχέδια Άτσεσον (Acheson) ειδικά το δεύτερο, τα οποία όμως τελικά απορρίφθηκαν κυρίως από την Ελληνοκυπριακή πλευρά.

 Η Χούντα επί Γ. Παπαδόπουλου, είδε μία ευκαιρία να αυξήσει την δημοτικότητά της επιδιώκοντας την «Ένωση», αλλά όταν έγινε σαφές ότι ο Μακάριος δεν συμφωνούσε, ψύχρανε τις σχέσεις της μαζί του θεωρώντας όχι άδικα, ότι ο Μακάριος δεν ήθελε συνεργασία με ένα στρατιωτικό καθεστώς, αλλά αντίθετα επιδίωκε μία ανεξάρτητη Κύπρο με τον ίδιο ισόβιο πρόεδρο. Η στάση του αυτή εκφράστηκε και με τη συμμετοχή του σε εκδηλώσεις του «Κινήματος των Αδεσμεύτων» και το άνοιγμά του προς τη Σοβ. Ένωση.

 Το «μακρύ χέρι» της Χούντας στην Κύπρο ήταν η ΕΟΚΑ Β, η οποία επιδίωκε να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ένωση με την Ελλάδα με σαφή (και αιματηρή) δράση εναντίον Τουρκοκυπρίων και «αντιφρονούντων». Η δράση της δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα στην Δημοκρατία της Κύπρου, μέχρι που στις 15 Ιουλίου 1974 «αξιοποιήθηκε» από τη Χούντα των Αθηνών (επί Δ. Ιωαννίδη πλέον) για να οργανώσει πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και να τον «εξουδετερώσει».

 Και είναι πολύ πιθανόν ότι αν το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου επιτύγχανε, θα ακολουθούσε η εξολόθρευση των Τουρκοκυπρίων από την ΕΟΚΑ Β, ώστε ο πληθυσμός της Κύπρου να γίνει αμιγώς ελληνοκυπριακός, με στόχο να φέρει πιο κοντά την «Ένωση».


"Δεν ξεχνώ". Το εμβληματικό σήμα του συγγραφέα Νίκου Δήμου, που το εμπνεύστηκε στις 14 Αυγούστου 1974.

Όπως όμως φαίνεται από έγγραφα Αμερικανών διπλωματών της εποχής εκείνης, υπήρξε σαφής προειδοποίηση προς την Αθήνα, να μην επιχειρήσουν πραξικόπημα στην Κύπρο (κάτι για το οποίο προφανώς είχαν πληροφορίες), επειδή θα προκαλούσε την επέμβαση της Τουρκίας και οπωσδήποτε ήθελαν να αποφύγουν έναν πόλεμο Ελλάδας - Τουρκίας για να μην αποδυναμωθεί η ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ο Κίσινγκερ πάντως ήθελε αντικατάσταση του Μακαρίου (του «Κάστρο της Μεσογείου» όπως τον αποκαλούσε) με τον Κληρίδη, εξαιτίας της φιλο-Σοβιετικής στάσης του πρώτου. Οπότε το πραξικόπημα, αν πετύχαινε χωρίς να προκληθεί γενικευμένος πόλεμος, εξυπηρετούσε τα σχέδιά του.

 Τον κίνδυνο πραξικοπήματος τον έβλεπε και ο Μακάριος, αν και τον είχε σαφώς υποτιμήσει. Στα πλαίσια αυτά πάντως απομάκρυνε τους Έλληνες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου (λίγο πριν τα γεγονότα του 1974) που τους θεωρούσε σαν πιθανούς υποστηρικτές ενός πραξικοπήματος για την ανατροπή του. Αρκετά χρόνια πριν και μέχρι τις αρχές του 1968, ο Παπαδόπουλος είχε απομακρύνει την Ελληνική Μεραρχία (8.500 άντρες) υποχωρώντας στις πιέσεις των Αμερικανών μετά τα αιματηρά γεγονότα στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Κοφίνου (τέλος 1967).

 Ο Ιωαννίδης στη δίκη του, ισχυρίστηκε ότι εξαπατήθηκε από τους Αμερικανούς σχετικά με το ότι η απόβαση των Τούρκων θα ήταν «για τα μάτια» και ότι δεν θα επρόκειτο για σοβαρή στρατιωτική επέμβαση.

Βέβαια ο Ιωαννίδης ήταν κατά γενική άποψη «πολιτικά αφελής» αλλά και μεγαλομανής, και όχι μόνο είχε στα σχέδιά του να πετύχει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά να καταλάβει και την Κωνσταντινούπολη!

Το πιθανότερο είναι ότι οι Τούρκοι τους εξαπάτησαν όλους, πρώτα τους Αμερικανούς, αυτοί με τη σειρά τους τους Έλληνες και αυτοί τους Κύπριους (πραξικοπηματίες).  Ίσως οι μόνοι που ήξεραν τι πραγματικά επρόκειτο να συμβεί να ήταν οι Άγγλοι.

 Στο μεταξύ, ο Μακάριος διασώθηκε και κατέφυγε στην Αγγλία, όπου «παρασύρθηκε» από τον Άγγλο πρωθυπουργό Wilson να συμφωνήσει ότι η ενέργεια της Ελλάδας να προκαλέσει πραξικόπημα στην Κύπρο συνιστούσε εισβολή. Τις επόμενες ημέρες και από το βήμα του ΟΗΕ, ο Μακάριος ζήτησε από την Τουρκία ως μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις να επέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη, προσδοκώντας την επαναφορά στη θέση του. Κάτι βέβαια που η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε από τις 20 Ιουλίου 1974 και μετά, με τον καλύτερο τρόπο για τα συμφέροντά της.

 Η Αγγλία από την πλευρά της, έχοντας πιο άμεσα συμφέροντα στην Κύπρο από τους Αμερικανούς αλλά σε πλήρη ευθυγράμμιση μαζί τους, και παρότι οι τελευταίοι προσπάθησαν να αποσοβήσουν διπλωματικά μια στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο, έδωσε τελικά το «πράσινο φως» στην Τουρκία για την απόβαση, αναλαμβάνοντας παράλληλα να εμποδίσει την ελληνική πλευρά να επέμβει.

Μετά όμως από τη στρατιωτική απόβαση των Τούρκων (που μόνο «για τα μάτια» δεν ήταν), ο μόνος που είχε πλέον το περιθώριο να υποχωρήσει για να αποφευχθεί μια γενικευμένη σύρραξη Ελλάδος - Τουρκίας ήταν η Χούντα στην Ελλάδα, και εκεί έπεσε το βάρος της «πειθούς» των Αμερικανών.

Noratlas της επιχείρησης "ΝΙΚΗ" επάνω από τη φλεγόμενη Κύπρο. Έμπνευση και δημιουργία του δημοσιογράφου και εκδότη Κώστα Καββαθά. 

Αυτό εξηγεί (αλλά δεν δικαιολογεί) τα «πισωγυρίσματα» των Ελλήνων στρατιωτικών σχετικά με την αποστολή δυνάμεων στην Κύπρο (υποβρυχίων, αεροπλάνων, στρατού), ενώ ουσιαστικά μόνο για την «τιμή των όπλων» και για να κρατηθεί το αεροδρόμιο της Λευκωσίας από τους Ελληνοκύπριους, έγινε η επιχείρηση «Νίκη» με την αεροπορική αποστολή το βράδυ της 21ης προς την 22ας Ιουλίου 15 Noratlas με 318  Έλληνες καταδρομείς, από τους οποίους 30 περίπου (και 4 μέλη πληρώματος) σκοτώθηκαν από «φίλια πυρά» πριν ακόμα προσγειωθούν, εξαιτίας ανεπαρκούς συνεννόησης.

Τελικά φαίνεται ότι αν είχε γίνει έγκαιρα και συντονισμένα μια αεροπορική και ναυτική επίθεση εναντίον των τουρκικών αποβατικών δυνάμεων θα τις είχε καταστρέψει, αλλά αυτό ενδεχομένως θα προκαλούσε γενικευμένο πόλεμο Ελλάδος - Τουρκίας, για τον οποίο όμως η Ελλάδα όπως αποδείχτηκε από το φιάσκο της επιστράτευσης, κάθε άλλο παρά έτοιμη ήταν για να τον διεξαγάγει επιτυχώς.

                                                                                                                                    Γ. Μεταξάς

 

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Η Μικρασιατική Καταστροφή, από το Ζενίθ στο Ναδίρ.

 Η Μικρασιατική καταστροφή, σαν κατάληξη της Μικρασιατικής εκστρατείας, είναι μια από τις μεγαλύτερες συμφορές του Ελληνισμού.

Άλλες μεγάλες τραγωδίες του Ελληνισμού, πηγαίνοντας προς τα πίσω, μπορεί να θεωρηθούν:
- Η πτώση της Κωνσταντινούπολης.
- Ο θάνατος του Μ. Αλέξανδρου και οι διαμάχες των διαδόχων του (βλ. σχόλιο στο τέλος*).
- Ο Πελοποννησιακός πόλεμος.

Η Ελλάδα στο πλευρό των νικητών του Α’ΠΠ
Τον Οκτώβριο του 1914 η οθωμανική αυτοκρατορία μπήκε στον Α’ΠΠ, στο πλευρό της Γερμανίας.
Αυτή η κίνηση και μόνο αρκούσε για να προδιαγράψει την τύχη της, όταν αργότερα βρέθηκε από την πλευρά των ηττημένων.

Από τον Ιανουάριο του 1915 η Βρετανία προσέφερε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στα Μικρασιατικά παράλια, εφόσον η Ελλάδα θα συμμετείχε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.
Όμως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν συμφωνούσε με αυτή την ιδέα, σε αντίθεση  με τον Βενιζέλο που έβλεπε στην πρόταση αυτή μια ευκαιρία για την Ελλάδα.

Τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, η Βρετανία επιχειρεί να ανοίξει δίοδο μέσα από τουρκικό έδαφος (Δαρδανέλια) προς τη Ρωσία που πιέζεται από τη Γερμανία, και καταλήγει στην αποτυχημένη εκστρατεία της Καλλίπολης, με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. 
Στις μάχες αυτές αναδύθηκε ο ηγετικός ρόλος του Κεμάλ, και φάνηκε και η μαχητικότητα των Τούρκων όταν υπερασπίζονταν την πατρίδα τους, παράγοντες που δεν αξιολογήθηκαν αργότερα από την ελληνική πλευρά όπως θα έπρεπε.
Το ενδιαφέρον είναι, ότι ενώ ο Ι. Μεταξάς το 1914 υποστήριζε μια αιφνιδιαστική ελληνική επίθεση εναντίον της Τουρκίας στην Καλλίπολη, μετά από σχεδόν ένα χρόνο δεν θα τη θεωρούσε πια εφικτή ακόμα και μέσα στα πλαίσια της συμμετοχής στη Συμμαχική επίθεση, εξαιτίας τής στο μεταξύ οχύρωσης της περιοχής από τους Γερμανούς.

Δύο σημαντικά γεγονότα πριν από την είσοδο της Ελλάδος στον Α'ΠΠ είναι η σφαγή στη Φώκαια (λίγο βορειότερα από τη Σμύρνη) τον Ιούνιο του 1914 και η έναρξη της γενοκτονίας των Αρμενίων και Ασσυρίων το 1915, που δείχνουν τις προθέσεις εθνοκάθαρσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (ακόμα), που μπήκε στον πόλεμο στην πλευρά της Γερμανίας στο τέλος του 1914.

Τον Ιούνιο του 1917, ο Κωσταντίνος αναγκάζεται να παραιτηθεί και να φύγει από την Ελλάδα μαζί με τον πρωτότοκο γιό του Γεώργιο, παραχωρώντας τον θρόνο στον δευτερότοκο γιό του Αλέξανδρο.

Αμέσως ο Βενιζέλος έβαλε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, μέχρι τον Μάρτιο του 1918 που Γερμανία συνθηκολόγησε και τελείωσε ο Α’ΠΠ.
Στη συνέχεια, οι νικητές Σύμμαχοι μεθοδεύουν τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, τον Νοέμβριο του 1918 συμμαχικός στόλος στον οποίο συμμετείχε και ο ελληνικός, αγκυροβόλησε στην Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας ενθουσιασμό στον ελληνικό πληθυσμό της Πόλης, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας.

Ήδη η οθωμανική αυτοκρατορία είχε αρχίσει να διαλύεται από μέσα, με το κίνημα των Νεότουρκων, που με αρχηγό τον Μουσταφά Κεμάλ ήθελαν να αντικαταστήσουν την πολυεθνική παραδοσιακή οθωμανική αυτοκρατορία με ένα σύγχρονο και αμιγώς τουρκικό κράτος.

Τον Απρίλιο του 1919, η Αγγλία βλέποντας τις προθέσεις της συμμάχου της (της τελευταίας στιγμής) Ιταλίας να καταλάβει τη Σμύρνη (είχε ήδη τα Δωδεκάνησα), και προφανώς θεωρώντας την πιο επικίνδυνο ανταγωνιστή από την Ελλάδα για τα συμφέροντά της στο Αιγαίο, ζήτησε από τον Βενιζέλο να στείλει η Ελλάδα πρώτη στρατό εκεί.

Ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη
Ο Βενιζέλος φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία, και στις 2 Μαΐου του 1919, ο ελληνικός στρατός αποβιβάσθηκε στην Σμύρνη, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα.

Για να δείξει στους Συμμάχους ότι η Ελλάδα μπορεί να διοικήσει τη Σμύρνη και τη γύρω περιοχή χωρίς μεροληψίες, ο Βενιζέλος ορίζει σαν πολιτικό διοικητή της Σμύρνης τον Αριστείδη Στεργιάδη, Κρητικό νομικό από το Ηράκλειο, που είχε αποδείξει σε αντίστοιχη θέση στην Ήπειρο ότι μπορούσε να κρατήσει ίσες αποστάσεις από όλες τις εθνότητες που κατοικούσαν εκεί.

Ο Στεργιάδης πέτυχε τον στόχο που του έθεσε ο Βενιζέλος, αλλά εξαιτίας του απόλυτου χαρακτήρα του και της απότομης συμπεριφοράς του το παράκανε, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι μεροληπτούσε υπέρ των Τούρκων και να γίνει αντιπαθής στους Έλληνες. 

H προκυμαία της Σμύρνης, πριν την καταστροφή

Στο μεταξύ, το κίνημα του Κεμάλ ισχυροποιείται και εξοπλίζεται κυρίως με τη βοήθεια των Ιταλών, και τον Σεπτέμβριο του 1919 ο Κεμάλ ξεκινά ένοπλο αγώνα με το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους».

Από την άλλη πλευρά, οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να αποσπάσουν την Κωνσταντινούπολη από την Τουρκία και να δημιουργήσουν εκεί διεθνές κράτος, ώστε να έχουν τον έλεγχο των Στενών, αν και ο Βενιζέλος πρόβλεπε ότι αργά η γρήγορα η Κωνσταντινούπολη θα περνούσε ειρηνικά σε ελληνικά χέρια, μια και το εκεί ελληνικό στοιχείο ήταν πολύ ισχυρό.

Όμως, ενώ οι Τούρκοι οργανώνονταν, οι Έλληνες (δηλαδή ο Βενιζέλος) για ένα περίπου έτος δεν είχαν εξασφαλίσει το «πράσινο φως» από τους Συμμάχους για επίθεση εναντίον των τουρκικών δυνάμεων, ώστε να εξουδετερώσουν οριστικά τον κίνδυνο.

Σε αντίθεση, στο μέτωπο της Θράκης υπήρξε μεγαλύτερη κινητικότητα και τον Σεπτέμβριο του 1919 ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τη Δυτική Θράκη, ενώ με τη συνθήκη των Σεβρών τον Ιούνιο του 1920 παραχωρείται στην Ελλάδα επιπλέον της Δυτικής και η Ανατολική Θράκη, οπότε ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει εύκολα και αυτήν.

Οι ελληνικές αυτές επιτυχίες προβληματίζουν τους Γάλλους και τους Ιταλούς, που βλέπουν να ισχυροποιείται σημαντικά η επιρροή της Αγγλίας στο Αιγαίο (μέσω της αγγλόφιλης βενιζελικής κυβέρνησης), ο Βενιζέλος όμως καταφέρνει με διπλωματικές ενέργειες να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα.

Τον Μάρτιο του 1920, η διαμάχη μεταξύ των σουλτανικών και κεμαλικών έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που οι Σύμμαχοι κάνουν πάλι αισθητή την παρουσία τους στην Κωνσταντινούπολη, εισβάλλοντας κυριολεκτικά μέσα στο οθωμανικό κοινοβούλιο και κάνοντας συλλήψεις.

Αυτή η κατάσταση ευνοεί τους Έλληνες που παίρνουν επιτέλους την άδεια των Συμμάχων να καταδιώξουν τις δυνάμεις του Κεμάλ. Κατά μία άποψη, η σαφώς υποστηρικτική στάση της Βρετανίας αποσκοπούσε και στη γενική αποδυνάμωση των Τούρκων, ώστε οι τελευταίοι να μην μπορέσουν να διεκδικήσουν τα πετρέλαια της Μοσούλης, στο βόρειο Ιράκ.


Το κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη (αριστερά), και το κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής στη Νέα Σμύρνη (δεξιά), ακριβές αντίγραφο του πρώτου.

Ο ελληνικός στρατός προωθείται στη Μικρά Ασία
Η νέα εκστρατεία ξεκινά στις αρχές Ιουνίου 1920 καταλαμβάνοντας τις παλιές ελληνικές πόλεις Φιλαδέλφεια, Πάνορμο, Προύσα.

Μάλιστα, επειδή η Προύσα θεωρείτο από τους Μουσουλμάνους «ιερή» και κατελήφθη χωρίς την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, ο Βενιζέλος επέκρινε  τον Έλληνα αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, καθώς φοβόταν η ενέργεια αυτή θα μείωνε τη διαπραγματευτική του ισχύ απέναντι στους Συμμάχους.
Πάντως λίγο αργότερα υπεγράφη η συνθήκη των Σεβρών, που αφαιρούσε από την οθωμανική αυτοκρατορία τα 4/5 των εδαφών της, ενώ η Μεγάλη Ελλάδα ήταν γεγονός!

Παρά τον θρίαμβο της ελληνικής πολιτικής, ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα από τη συντηρητική αντιπολίτευση που προσδοκούσε να επαναφέρει στον θρόνο τον Κωνσταντίνο, αλλά και από το μικρό τότε κομουνιστικό κόμμα (ΣΕΚΕ) που έβλεπε την κατάληψη της Σμύρνης σαν «ιμπεριαλιστική» κίνηση.

Πριν λοιπόν ο Βενιζέλος προλάβει να επιστρέψει από τη Γαλλία στην Ελλάδα με τη συνθήκη των Σεβρών «στην τσέπη του»,  γίνεται δολοφονική απόπειρα εναντίον του από φιλοβασιλικούς αξιωματικούς.
Και ο Βενιζέλος μεν σώζεται, αλλά ξεσπούν ταραχές στην Αθήνα μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, και μέσα στην αναταραχή δολοφονείται ο διπλωμάτης και πολιτικός Ίων Δραγούμης, που αν και αντιβενιζελικός ήταν ένθερμος πατριώτης και είχε συνεισφέρει σημαντικά στην υπόθεση της Μακεδονίας.


 Ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές
Κάτω από την έντονη πίεση της φιλοβασιλικής αντιπολίτευσης που θεωρούσε ότι ο πόλεμος τελείωσε, ο Βενιζέλος κάνει το μεγάλο λάθος (όπως ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα) να προκηρύξει εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920, πιστεύοντας ότι θα τις κερδίσει εύκολα και θα εδραιώσει έτσι τη διακυβέρνησή του.
Γεγονός είναι ότι η θητεία της Βουλής είχε λήξει προ πολλού, αλλά ανανεώνονταν με παρατάσεις, εξαιτίας της πολεμικής περιόδου.

Όμως τόσο εξαιτίας των νέων ψηφοφόρων από τα νεοκατακτηθέντα εδάφη που δεν είχαν ελληνική συνείδηση, όσο και εξαιτίας της κόπωσης των στρατιωτών που πολλοί υπηρετούσαν ήδη από τους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά κυρίως από την εφαρμογή του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, η παράταξη του Βενιζέλου αν και συνολικά πήρε περισσότερους ψήφους από τους αντιπάλους της, ηττήθηκε συντριπτικά.

Και σαν να μην έφτανε αυτή η δυσμενής εξέλιξη (όπως αποδείχθηκε) για την πορεία της Ελλάδας, λίγο νωρίτερα, στις 12 Οκτωβρίου, είχε πεθάνει ο βασιλιάς Αλέξανδρος από μόλυνση που του προκάλεσε δάγκωμα του οικόσιτου πιθήκου του, έναν περίπου μήνα πριν.

Η συνεργασία του Βενιζέλου με τον Αλέξανδρο ήταν αρμονική.

Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου και πριν ακόμα από τις εκλογές, ο Βενιζέλος είχε προτείνει στον διάδοχο Παύλο (τρίτο γιό του Κωνσταντίνου) τον θρόνο, αλλά αυτός τον αρνήθηκε, θεωρώντας ότι ανήκει δικαιωματικά στον πατέρα του.

Με αυτές τις συνθήκες λοιπόν, η εκλογική διαμάχη εξελίχθηκε σε σκληρή αναμέτρηση Βενιζέλου εναντίον Κωνσταντίνου, με κύριο επιχείρημα των αντιβενιζελικών την επιστροφή των στρατευμένων στα σπίτια τους.
Οπότε, έναν περίπου μήνα μετά τις εκλογές η νέα κυβέρνηση κάλεσε τον λαό σε δημοψήφισμα σχετικά με την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου, που κερδήθηκε από τον τελευταίο με ποσοστό 99%!, δημιουργώντας φυσικά αμφιβολίες για την εγκυρότητά του.

Και είναι υπέρτατη τραγική ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς ότι η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή, ίσως ξεκίνησε από το ... δάγκωμα ενός πίθηκου!

Μετά τις εκλογές, ο Βενιζέλος φεύγει για το Παρίσι, με σκοπό να απομακρυνθεί από την πολιτική, ενώ αρχηγός της κυβέρνησης αναλαμβάνει ο Δ. Ράλλης σαν πιο μετροπαθής.
Και ενώ ο αρχιστράτηγος Λ. Παρασκευόπουλος (που ήταν από τη Σμύρνη), αντικαθίσταται από τον Α. Παπούλα, ο ύπατος της Σμύρνης Α. Στεργιάδης διατηρείται στη θέση του.
Μαζί με τον Παρασκευόπουλο αντικαθίστανται και πολλοί έμπειροι βενιζελικοί αξιωματικοί, που η απουσία τους θα είναι καθοριστική στην εξέλιξη του πολέμου.

Η μεταστροφή των Συμμάχων
Με τη νέα κυβέρνηση όμως, η στάση των Συμμάχων αρχίζει να μεταστρέφεται.
Η Αγγλία, ήδη πριν το δημοψήφισμα προειδοποίησε σαφώς την ελληνική κυβέρνηση ότι η επάνοδος του Κωνσταντίνου θα σήμαινε και την διακοπή της οικονομικής βοήθειας που έπαιρνε η Ελλάδα, αλλά η προειδοποίηση αυτή δεν είχε αποτέλεσμα, παρότι φάνηκε σύντομα ότι η νέα κυβέρνηση είχε πρόθεση να συνεχίσει στη Μικρασία την πολιτική του αντιπάλου της Βενιζέλου!

Και αν η στάση της Αγγλίας δεν είχε μεταστραφεί τελείως εναντίον της Ελλάδας, δεν έγινε το ίδιο με τη Γαλλία και την Ιταλία, που τώρα βοηθούσαν ανοικτά τους κεμαλικούς.
Ακόμα και η κομουνιστική πλέον Ρωσία συνεργάζονταν με τους κεμαλικούς, τόσο επειδή η Ελλάδα είχε στείλει εναντίον της εκστρατευτικό σώμα στην Οδυσσό μαζί με τους Γάλλους τον χειμώνα του 1918, όσο και γιατί θεωρούσε ότι η Ελλάδα συμπεριφέρονταν «ιμπεριαλιστικά» στη Μικρά Ασία, ενώ έβλεπε στον επαναστάτη Κεμάλ έναν ομοϊδεάτη και σύμμαχο.

Θύμα της παραπάνω προσέγγισης ήταν η κατάργηση του κράτους της Αρμενίας το 1920, πριν ακόμα προλάβει να δημιουργηθεί (η ίδρυσή του είχε προβλεφθεί από τη συνθήκη των Σεβρών).
Ακολούθησε η συστηματική εξόντωση (γενοκτονία)  των Αρμενίων, ένα προοίμιο της τύχης και του Ποντιακού Ελληνισμού, δύο χρόνια αργότερα.

Τον Δεκέμβριο λοιπόν του 1920, η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να πάρει κυριολεκτικά την τύχη του Ελληνισμού στα χέρια της, και διατάσσει κινητοποίηση των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των δυνάμεων του Κεμάλ, οι οποίες είχαν αναθαρρήσει μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου.

Η επιχείρηση αυτή των ελληνικών δυνάμεων δεν εξελίχθηκε καλά, με αποτέλεσμα να υπάρξει υποχώρηση για πρώτη φορά, από την απόβαση στην Μικρά Ασία.
Επιπλέον, λίγους μήνες μετά στη διάσκεψη του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1921, ο Κεμάλ αναγνωρίζεται σαν αρχηγός κράτους και οι εκπρόσωποί του κάθονται ισότιμα στο τραπέζι μεταξύ των εκπροσώπων του Σουλτάνου και των Ελλήνων.
Στη διάσκεψη αυτή έγινε σαφής η άρση της υποστήριξης των Συμμάχων προς την Ελλάδα, με κυριότερη αιτιολογία την παρουσία του Κωνσταντίνου στο θρόνο, και το μόνο που κατάφερε η Ελλάδα ήταν να έχει την «ανοχή» της Αγγλίας σε ενδεχόμενες νέες επιχειρήσεις εναντίον των κεμαλικών, οι οποίοι φυσικά απέρριπταν πλήρως τη Συνθήκη των Σεβρών.

Πορεία του ελληνικού στρατού στην Αλμυρή Έρημο

Προς την Άγκυρα!
Με αυτές τις προϋποθέσεις, ξεκινά αρχές Μαρτίου του 1921 νέα ελληνική επίθεση εναντίον των Τούρκων στην Μικρά Ασία, έχοντας ξεκάθαρα πλέον εναντίον της, Ιταλούς, Γάλλους και Ρώσους.
Παρόλο που μια πιο συνετή στρατηγική την οποία συμβούλευε ο Βενιζέλος από το Παρίσι, θα ήταν να οχυρωθούν και να κρατηθούν οι περιοχές της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης, η νέα κυβέρνηση υπερεκτιμώντας ασυγχώρητα την κατάσταση, θέλησε να εκμηδενίσει την Τουρκία (και να δοξαστεί!) καταλαμβάνοντας την Άγκυρα!

Οι νέες επιχειρήσεις όμως δεν εξελίσσονται θετικά για τα ελληνικά όπλα, και η μόνη αισιόδοξη νότα είναι η επιτυχία του θρυλικού 5/42 συντάγματος Ευζώνων του Πλαστήρα στο Τουμλού Μπουνάρ, που έδωσε μια ανάσα στο ελληνικό στράτευμα.

Στο μεταξύ, νέος πρωθυπουργός της φιλοβασιλικής παράταξης αναλαμβάνει ο Δ. Γούναρης, που προτείνει επανειλημμένα στον Ι. Μεταξά την αρχιστρατηγία.
Ο τελευταίος όμως βλέποντας το αδύνατο του εγχειρήματος που έχει αναλάβει ο ελληνικός στρατός δεν την αποδέχεται, συνηγορώντας στην πρόταση Βενιζέλου, δηλαδή σε αμυντικό πόλεμο ώστε να διασωθεί ότι έχει ήδη κατακτηθεί.

Και είναι ενδεικτικό της κατάστασης, ότι ένας κορυφαίος πολιτικός (Βενιζέλος) και ένας κορυφαίος στρατιωτικός (Μεταξάς) έχουν την ίδια άποψη για την εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, παρότι ανήκουν σε αντίπαλες παρατάξεις!

Στις αρχές Ιουνίου 1921, και ενώ οι Έλληνες ετοιμάζονται για νέα επίθεση, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία προτείνουν συμβιβαστική λύση με τη μεσολάβησή τους, όμως η ελληνική κυβέρνηση την απορρίπτει.
Η άρνηση αυτή, εκτός από τις συνέπειες στο μέτωπο της Μικρασίας που θα τις δούμε παρακάτω, είχε σαν αποτέλεσμα οι Σύμμαχοι στο τέλος του 1921 να παραχωρήσουν τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία, και ένα χρόνο αργότερα να της παραχωρήσουν και 14 χωριά της περιοχής της Κορυτσάς.

Αρχές του Ιουλίου 1921 λοιπόν, οι ελληνικές δυνάμεις εξορμούν προς το Εσκί Σεχίρ που το καταλαμβάνουν εύκολα, επειδή ο τουρκικός στρατός εφαρμόζει τακτική υποχώρησης ανατολικότερα από τον Σαγγάριο ποταμό.

Η τακτική του Κεμάλ είναι προφανής. Θέλει να παρασύρει τους Έλληνες πέρα από τον Σαγγάριο, εκεί που αρχίζει η Αλμυρή Έρημος, όπου οι κλιματικές συνθήκες, η δυσκολία ανεφοδιασμού και το κακοτράχαλο έδαφος μετά την έρημο, θα καταπονήσουν σοβαρά τον ελληνικό στρατό.

Αυτό το αντιλαμβάνεται ο αρχιστράτηγος Παπούλας, που καλεί σε σύσκεψη την κυβέρνηση για να επιβεβαιωθεί ότι ο αντικειμενικός στόχος παραμένει η Άγκυρα.
Τελικά, η απόφαση είναι η συνέχιση της εκστρατείας, παρόλο που κάποιοι ανώτατοι αξιωματικοί επισημαίνουν το ακατόρθωτο του εγχειρήματος.

Έτσι, στις αρχές Αυγούστου 1921 ο ελληνικός στρατός περνάει τον Σαγγάριο χωρίς ενόχληση από τους Τούρκους, που στη συνέχεια όμως αποδύονται σε πόλεμο φθοράς των καταπονημένων ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες ωστόσο συνεχίζουν την προέλασή τους.
Επανεκτιμώντας την κατάσταση ο Παπούλας, έχει πλέον σοβαρές αμφιβολίες για την ορθότητα της απόφασης για την κατάληψης της Άγκυρας και προς το τέλος Αυγούστου ζητάει ξανά οδηγίες από την κυβέρνηση, η οποία μετά από διάφορες χρονοτριβές τελικά «νίπτει τας χείρας της», και ζητάει ουσιαστικά από τον Παπούλα να αποφασίσει μόνος του!

Αν οι ιστορικές πληροφορίες δεν έχουν κάποια δόση υπερβολής, η απόφαση του Παπούλα τελικά για υποχώρηση, λήφθηκε λίγες ώρες πριν ο Κεμάλ αποφασίσει να υποχωρήσουν οι δικές του δυνάμεις προς την Άγκυρα!

Η υποχώρηση
Όπως και να έχει, οι ελληνικές δυνάμεις στο τέλος του Αυγούστου 1921 άρχισαν να υποχωρούν δεχόμενες συνεχείς επιθέσεις από τους Τούρκους, αλλά κατάφεραν να περάσουν δυτικά του Σαγγάριου χωρίς μεγάλες απώλειες.
Μέσα στο Σεπτέμβριο, ο ελληνικός στρατός είχε φθάσει πολεμώντας και υποχωρώντας συντεταγμένα μέχρι στο Εσκί Σεχίρ, εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει την προέλαση προς την Άγκυρα δύο μήνες πριν.

Η ελληνική στρατιωτική αεροπορία ήταν πρωτοπόρος στη χρήση του αεροπλάνου για αναγνώριση και βομβαρδισμό, μάλιστα τον Αύγουστο του 1921 ελληνικό αεροπλάνο βομβάρδισε την Άγκυρα.

Υπό την πίεση των εξελίξεων αυτών, αρχές Οκτωβρίου 1921 πολυάριθμη ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Γούναρη ξεκινάει για το Παρίσι και το Λονδίνο με σκοπό να ζητήσει διπλωματική υποστήριξη, αλλά και δάνειο για την κάλυψη των εξόδων του πολέμου.
Η συνάντηση με τον Γάλλο πρωθυπουργό Μπριάν δεν απέδωσε, μάλιστα την ίδια ημέρα της συνάντησης αυτής υπογράφονταν στην Άγκυρα γαλλοκεμαλικό σύμφωνο, με την οποία η Γαλλία πέρα από στρατιωτική ενίσχυση προς τον Κεμάλ, αναγνώριζε την κυβέρνησή του σαν την μόνη νόμιμη στην Τουρκία.

Προς το τέλος Οκτωβρίου η ελληνική αντιπροσωπεία ξεκίνησε συζητήσεις στο Λονδίνο.
Οι Άγγλοι όμως έκαναν σαφές ότι έβαζαν σε προτεραιότητα τη συνοχή των Συμμάχων έναντι της βοήθειας προς την Ελλάδα, και αντί για κυβερνητικό δάνειο παρέπεμψαν τους Έλληνες στη αγορά του Λονδίνου, αλλά ακόμα και αυτή η προσπάθεια απέτυχε.
Τον Δεκέμβριο, ο ίδιος ο Γούναρης με έναν συνεργάτη του μεταβαίνουν από το Λονδίνο στη Ρώμη, και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Η αρχή του 1922 βρίσκει την ελληνική κυβέρνηση άσχημα «στριμωγμένη», και ο αρχιστράτηγος Παπούλας ξεκαθαρίζει ότι αν ο ελληνικός στρατός δεν μπορέσει να ενισχυθεί, θα πρέπει να αποχωρήσει από την Μικρά Ασία για να διασώσει τουλάχιστον τη Θράκη.

Χάρτης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία.

Καθώς η ελληνική προσπάθεια στην Ευρώπη τελικά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ο Γούναρης τον Φεβρουάριο του 1922 παραιτείται, αλλά ελλείψει αποδεκτών υποψηφίων από την παράταξή του, αναγκαστικά διατηρεί την πρωθυπουργία.

Τα συσσωρευμένα προβλήματα αναζωπυρώνουν τις εντάσεις μεταξύ βενιζελικών και "κωνσταντινικών", με δολοφονίες και απόπειρες δολοφονιών εναντίον των βενιζελικών, επειδή ασκούν έντονη κριτική στην κυβέρνηση για τους πολιτικούς χειρισμούς της.

Αρχές του Μαρτίου 1922 γίνεται στο Παρίσι σύσκεψη των Συμμάχων με σκοπό την εύρεση αποδεκτής και από τα δύο μέρη λύσης.
Η νέα πρόταση δεν περιλαμβάνει πλέον αυτόνομη Σμύρνη και η ελληνική κυβέρνηση έχει μεγάλο δίλημμα αν πρέπει να τη δεχτεί προκειμένου να αποφύγει την καταστροφή.
Από το δίλημμα αυτό τη βγάζει ... ο Κεμάλ, που απορρίπτει τις προτάσεις από την πλευρά της Τουρκίας.
Σαν να μην έφταναν τα άλλα προβλήματα, το κόστος του πολέμου έχει γίνει δυσβάσταχτο για την Ελλάδα, και η κυβέρνηση Γούναρη προχωράει σε μεγάλη υποτίμηση (διαίρεση δια δύο) του νομίσματος, ενώ στο τέλος Απριλίου ο Γούναρης παραιτείται και αναλαμβάνει ο Πρωτοπαπαδάκης.

Ύστατες προσπάθειες για να σωθεί η Σμύρνη
Στο μεταξύ, από τον Οκτώβριο του 1921 στη Σμύρνη είχε ιδρυθεί η «Μικρασιατική Άμυνα» που συνεργάζεται με την «Εθνική Άμυνα» που είχαν ιδρύσει νωρίτερα στην Κωνσταντινούπολη βενιζελικοί αξιωματικοί, με σκοπό την δημιουργία αυτόνομης περιοχής με κέντρο τη Σμύρνη.
Αντιπροσωπεία της «Μικρασιατικής Άμυνας» που επισκέφθηκε τον Γούναρη τον Απρίλιο του 1922 δεν βρήκε υποστήριξη, έλαβε όμως διαβεβαίωση από τον Γούναρη ότι η κυβέρνησή του δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει την Μικρά Ασία.

Τον Μάιο του 1922, ο αρχιστράτηγος Παπούλας διαφωνώντας με την κυβέρνηση που τον πίεζε να δράσει παραιτείται και αναλαμβάνει ο Γ. Χαντζηανέστης.
Η επιλογή του Χατζηανέστη όμως δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από το στράτευμα, εξαιτίας της μικρής πολεμικής του πείρας αλλά και του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του.   
Ο Χατζηανέστης πρότεινε και η κυβέρνηση δέχτηκε, να γίνει επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης στα μέσα Ιουλίου από τον ελληνικό στρατό, σαν κίνηση αντιπερισπασμού ώστε να μειωθεί η πίεση των Τούρκων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Η ιδέα δεν ήταν άσχημη, αλλά δεν έλαβαν υπόψη την αντίδραση των Συμμάχων που ήταν ξεκάθαρα αρνητική, και μάλιστα τους κοινοποιήθηκε ενώ ο Χατζηανέστης είχε ήδη αποσπάσει σημαντική δύναμη στρατού από το Μικρασιατικό μέτωπο και το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη.
Υποεκτιμήθηκε επίσης σοβαρά η ετοιμότητα του Τουρκικού στρατού να εξαπολύσει σύντομα γενική επίθεση, πράγμα του έγινε αντιληπτό με τον χειρότερο τρόπο λίγο αργότερα.

Από την αρχή της τουρκικής επίθεσης στα μέσα του Αυγούστου του 1922, έγινε φανερό ότι το ηθικό και η πολεμική ικανότητα του ελληνικού στρατού είχε υπονομευθεί σοβαρά, και η υποχώρηση κατέληξε σε άτακτη φυγή.

Απεγνωσμένο τηλεγράφημα του Στεργιάδη προς την κυβέρνηση για την αποστολή πλοίων για τον στρατό και τους αμάχους, συνάντησε την ουσιαστική άρνηση του Γούναρη, που ήθελε να αποφύγει τη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος για πολιτικούς λόγους!

Το παρακάτω κωμικοτραγικό συμβάν δείχνει το γενικότερο αλαλούμ που επικρατούσε τις ημέρες εκείνες.
Η κυβέρνηση επιτέλους αντικατέστησε τον αρχιστράτηγο Χατζηανέστη με τον Ν. Τρικούπη, στον οποίο και έστειλε τον διορισμό του.
Ο Τρικούπης όμως είχε ήδη συλληφθεί αιχμάλωτος δύο ημέρες πριν, και τον διορισμό του τον έμαθε από τον ίδιο ... τον Κεμάλ.

Η κυβέρνηση διόρθωσε το λάθος της διορίζοντας αρχιστράτηγο τον Γ. Πολυμενάκο, ο οποίος όμως το μόνο που μπορούσε πλέον να κάνει είναι να διατάξει υποχώρηση και επιβίβαση του στρατού στα πλοία για τα γειτονικά ελληνικά νησιά.
Το μαρτύριο του Μητροπολίτη Χρυσόστομου που δεν θέλησε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, οι αγωνιώδεις προσπάθειες του άμαχου πληθυσμού για να σωθεί από τις τουρκικές βιαιότητες και η ανάλγητη συμπεριφορά των περισσότερων ξένων πληρωμάτων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Σμύρνης, είναι πολύ γνωστά και τραγικά γεγονότα για να τα επαναλάβουμε εδώ.

Η Σμύρνη στις φλόγες.


Επίλογος
 Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για το τι έφταιξε για τη Μικρασιατική καταστροφή.

-          Ο Βενιζέλος, με την απόφασή του για εκλογές ενώ ο πόλεμος ουσιαστικά συνεχίζονταν.
-          Οι Σύμμαχοι, που όχι μόνο απέσυραν την υποστήριξή τους στην Ελλάδα, αλλά ειδικά οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, και (εκτός Συμμαχίας) οι Ρώσοι, που υποστήριξαν σαφώς τον Κεμάλ.
-          Οι φιλοβασιλικοί, που υπαναχώρησαν στην αρχική τους υπόσχεση για τερματισμό του πολέμου, και ειδικά ο Γούναρης που παρόλο προσωπικά δεν είχε μιλήσει για τερματισμό του πολέμου, σήκωσε το βάρος της "ασυνέπειας" της πολιτικής του παράταξης.
-          Ο «ρεβανσισμός» των φιλοβασιλικών, που αποδυνάμωσε τον στρατό από πολλά έμπειρα στελέχη, και την ευνοιοκρατία που έφτασε να κάνει αντιστράτηγο τον άπειρο στα στρατιωτικά πρίγκιπα Ανδρέα.
-          Ο Κωνσταντίνος, που ενώ ήξερε ότι η παρουσία του στον ελληνικό θρόνο ήταν κόκκινο πανί για τους Συμμάχους, δεν παραχώρησε τη θέση του στον γιό του Γεώργιο.
-          Ο ικανότατος Κεμάλ, που συνδύαζε άριστα τον ρόλο του πολιτικού και του στρατιωτικού.
-          Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, που όχι μόνο δεν παρακολουθούσε τις πολεμικές επιχειρήσεις από κοντά, αλλά απέσυρε αρκετές δυνάμεις από το Μικρασιατικό μέτωπο που κινδύνευε άμεσα, για να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη!
-          Όμως στην ουσία, η καταστροφή προήλθε από την διχαστική αντιπαλότητα των δύο πολιτικών παρατάξεων βενιζελικών και φιλοβασιλικών και κυρίως από την αδιαλλαξία των τελευταίων, καθώς και την ανικανότητά τους να διακρίνουν το προφανές, ότι δηλαδή χωρίς την υποστήριξη των Συμμάχων εξαιτίας της παρουσίας του Κωνσταντίνου, δεν ήταν δυνατόν η Μικρασιατική εκστρατεία να έχει άλλη κατάληξη.

Συνιστώμενα βιβλία για περισσότερες πληροφορίες:
- "H ΥΠΟΣΧΕΣΗ", του Αρίστου Κατσή, ΕΜΠΕΙΡΙΑ εκδοτική.
- "Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης. Πλευρές της Μικρασιατικής Τραγωδίας", του Βλάση Αγτζίδη, εκδόσεις Πατάκη.

* Σχετικά με τις διαμάχες των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, προτείνεται το βιντεάκι: https://www.youtube.com/watch?v=SK2Q70vL5gA. από τη σειρά "Young Historian". 
Η ιστορία αυτή είναι τόσο πολύπλοκη, που είτε θα τη διαβάσει κάποιος αναλυτικά, είτε συνεπτυγμένα και ακόμα καλύτερα σε μορφή κόμικ, όπως προτείνεται εδώ. 
Εξάλλου είναι γεμάτη προδοσίες, φόνους και σφετερισμό εξουσίας μεταξύ των πρώην φίλων και συμπολεμιστών, που διέλυσε ότι είχε κατορθώσει να ενώσει ο Αλέξανδρος, και μόνο η αιγυπτιακή δυναστεία του Πτολεμαίου είχε κάποια αξιόλογη συνέχεια.

                                                                                                                                Γ. Μεταξάς

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Μία πτώση που κράτησε δυόμιση αιώνες. Η πτώση του Βυζαντίου.

Η πτώση του Βυζαντίου ξεκίνησε ουσιαστικά με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, από τους Σταυροφόρους.

Η παρακμή όμως του Βυζαντίου είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, με τον θάνατο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, του γνωστού Βουλγαροκτόνου.

Το Βυζάντιο, την εποχή του θανάτου του Βασιλείου Β’.

Ο Βασίλειος Β’, απεικονισμένος σαν άγιος.

Ο Βασίλειος Β’, όπως και ο Μ. Αλέξανδρος πολύ νωρίτερα, αν και εξαιρετικά πετυχημένοι στρατηλάτες οι ίδιοι, απέτυχαν ή αμέλησαν να εξασφαλίσουν ισχυρή διαδοχή, με αποτέλεσμα οι εμφύλιες διαμάχες των επιγόνων τους να γίνουν η αρχή του τέλους για το σπουδαίο έργο που οι ίδιοι είχαν υλοποιήσει.
Η περίοδος από τον θάνατο του Βασιλείου Β’ μέχρι και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, ανέδειξε σταδιακά τα ουσιαστικά προβλήματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που ήταν η διαμάχη μεταξύ γραφειοκρατών και στρατιωτικών, η παραμέληση της στρατιωτικής θητείας υπέρ των μισθοφορικών στρατευμάτων, η εγκατάλειψη του στόλου και η έντονη στροφή αξιόμαχων ανδρών προς τον μοναχισμό.
Προοδευτικά, και με τη σταδιακή εγκατάλειψη του ναυτικού, η προσφυγή στις δύο ισχυρές ναυτικές δυνάμεις της εποχής, της Βενετίας και της Γένοβας, τις ανέδειξε σε «προστάτιδες» με το αζημίωτο βέβαια και μετέφερε στον έλεγχό τους το εμπόριο στο Αιγαίο, ενώ παράλληλα επέτρεψε στις δύο αυτές δημοκρατίες να δημιουργήσουν μέσα στην Κωνσταντινούπολη πλούσιες και ισχυρές παροικίες.

Αναπαράσταση της Κωνσταντινούπολης όπου δεσπόζει ο ιππόδρομος, δεξιά του το παλάτι, στο βάθος η Αγία Σοφία, ενώ η κυκλική πλατεία αριστερά είναι η πλατεία (forum) του Κωνσταντίνου.

Τα εντυπωσιακά τείχη της Κωνσταντινούπολης ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικά και απόρθητα στην εποχή πριν την κατασκευή μεγάλων κανονιών. Η αδυναμία τους βρίσκονταν στην κατασκευή τους από όχι πολύ ογκώδη υλικά (μέτριες σε μέγεθος πέτρες και τούβλα) που δεν μπόρεσαν να αντέξουν στα τεράστια βλήματα των μεγάλων κανονιών των Τούρκων.

Χάρτης των βασικών κτισμάτων της Κωνσταντινούπολης.

Σαν να μην έφταναν τα εσωτερικά προβλήματα, την περίοδο αυτή άρχισαν να προωθούνται από τα ανατολικά μέσα στη Μ. Ασία, οι Σελτσούκοι Τούρκοι.
Οι Βυζαντινοί, διαβλέποντας ότι δεν ήταν έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουν στρατιωτικά προσπάθησαν αρχικά να τους χρησιμοποιήσουν σαν σύμμαχους για την εξασφάλιση των συνόρων τους, με τη συνηθισμένη βυζαντινή μέθοδο δηλαδή εξαγοράζοντάς τους.
Αυτή η μέθοδος δούλεψε για λίγο, αλλά όταν οι Σελτζούκοι αντιλήφθηκαν τη στρατιωτική αδυναμία του Βυζαντίου, τελικά επιδίωξαν τη σύγκρουση.

Το θρησκευτικό σχίσμα που είχε προηγηθεί (1054) δεν επέτρεψε να έλθει βοήθεια από τη Δύση, και έτσι η μάχη που δόθηκε το 1071 στο Μάτζικερτ, βαθιά στη νοτιοανατολική Μ. Ασία, είχε σαν αποτέλεσμα τη συντριβή του βυζαντινού στρατού (υπήρξε μάλλον και εσωτερική προδοσία) και τη σύλληψη του αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη.
Μία δεύτερη προσπάθεια από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό να αναχαιτήσει τους Σελτζούκους έναν αιώνα μετά (1176) στο Μυριοκέφαλο, πολύ κοντύτερα τώρα στα Μικρασιατικά παράλια, απέτυχε επίσης, με αποτέλεσμα οι Σελτζούκοι να εδραιώσουν την παρουσία τους στην Μ. Ασία.

Χάρτης όπου φαίνονται οι τοποθεσίες Μάτζικερτ και Μυριοκέφαλο καθώς και η προέλαση των Σελτζούκων στην Μ. Ασία. Οι περιοχές που παρέμειναν στο Βυζάντιο φαίνονται με ανοιχτό μωβ χρώμα, στην επάνω και αριστερή πλευρά του χάρτη. Το Δορύλαιο (σήμερα Εσκί Σεχίρ) που επίσης διακρίνεται, ήταν σημαντικός σταθμός των βυζαντινών στρατευμάτων για τις επιχειρήσεις στη Μ. Ασία.

Η κατάληψη της Μ. Ασίας από τους Σελτζούκους στέρησε τους Βυζαντινούς από σημαντικούς πόρους, γεωργικούς και μεταλλευτικούς, με αποτέλεσμα η ήδη επιβαρυμένη οικονομία του Βυζαντίου να δεχθεί σημαντικό πλήγμα.
Παρόλα αυτά, το Βυζαντινό κράτος εξακολουθεί να διατηρεί πολυάριθμους τίτλους και αξιώματα, ενώ οι φεουδάρχες άρχισαν να αποστερούν τη γη από τους μικροκαλλιεργητές και να γίνονται ρυθμιστικός παράγοντας του κράτους.
Σαν να μην έφταναν αυτά, ξεκινούν οι Σταυροφορίες τις οποίες οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες προσπάθησαν να κρατήσουν μακριά από τα εδάφη τους, αλλά η τελευταία (4η) σταυροφορία στράφηκε απροκάλυπτα εναντίον της Κωνσταντινούπολης, με αποτέλεσμα την άλωσή της το 1204.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από τους αυτοκράτορες της περιόδου που εξετάζουμε στάθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις ήταν αυτοί που προσκάλεσαν τα εχθρικά στρατεύματα εναντίον της Κωνσταντινούπολης, ώστε να καταλάβουν ή να ισχυροποιηθούν στον θρόνο.
 Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, που λίγο διέφερε σε βιαιότητα από αυτή των Τούρκων 250 χρόνια αργότερα, δημιούργησε τέτοια απέχθεια του λαού προς τους Δυτικούς, ώστε όταν αργότερα οι Τούρκοι ήταν προ των πυλών, να μην ακούγεται παράλογη η προτίμηση προς αυτούς, έναντι των Λατίνων.

Οι επί μέρους αυτοκρατορίες, που δημιουργήθηκαν κατά την Λατινοκρατία.

Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς έγινε το 1261 και ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (ο πρώτος της δυναστείας των Παλαιολόγων) σφετερίσθηκε τον θρόνο από τον ανήλικο νόμιμο διάδοχο Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη.
Η δυναστεία των Παλαιολόγων κυβέρνησε σε μια πολύ δύσκολη για την αυτοκρατορία εποχή, αλλά και οι εσωτερικές τους διαμάχες και ίντριγκες δεν διευκόλυναν καθόλου την κατάσταση, καθώς επιβάρυναν και έφθειραν ακόμα περισσότερο ένα κράτος που ήδη παρέπαιε.
Πάντως κατέβαλαν σημαντική προσπάθεια για να λάβουν βοήθεια από τη Δύση (ουσιαστικά από τον Πάπα) επιδιώκοντας την ένωση των εκκλησιών (σύνοδος Λυών το 1274 και σύνοδος Φερράρας –Φλωρεντίας το 1439), φθάνοντας μέχρι του σημείου να ασπαστεί το 1369 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος τον καθολικισμό.
Η ύστατη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η διακήρυξη της ένωσης των εκκλησιών από τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο μέσα στην Αγία Σοφία τον Δεκέμβριο του 1452, λίγους μήνες δηλαδή πριν την πτώση της Πόλης.
Όλες αυτές οι προσπάθειες, όχι μόνον δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα για τη λήψη βοήθειας από τη Δύση, αλλά προκάλεσαν και διάσπαση στον λαό που χωρίστηκε με πάθος σε ενωτικούς και ανθενωτικούς.
Αλλά και οι συμμαχίες μέσω γάμων που επιδίωξαν οι Παλαιολόγοι δεν βρήκαν ανταπόκριση, καθώς η κατάρρευση της αυτοκρατορίας ήταν εμφανής και ακόμα περισσότερο η απομόνωσή της.

Το έμβλημα των Παλαιολόγων, που συνδύαζε τον αυτοκρατορικό δικέφαλο αετό με τα αρχικά της δυναστείας τους, στο κέντρο.

Βυζαντινός θώρακας. Παρατηρείστε την ασυμμετρία των «μανικιών», που διαφοροποιούνται ανάλογα με τον ρόλο των χεριών.

Το βασιλικό φλάμουλο, με τα τέσσερα «πυρέκβολα» που προστέθηκαν μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 και σημαίνουν: Βασιλεύς, Βασιλέων, Βασιλεύων, Βασιλευόντων.


Η Βυζαντινή αυτοκρατορία (με μπλε), λίγο πριν την οριστική κατάλυσή της από τους
Τούρκους. Είναι χαρακτηριστική η διασπορά των λίγων εδαφών της.

Το μόνο θετικό της περιόδου αυτής ήταν μια πολιτιστική, πνευματική και επιστημονική άνθηση που έμεινε γνωστή σαν «Παλαιολόγεια Αναγέννηση», ήταν όμως αυτό που λιγότερο χρειάζονταν εκείνη την περίοδο η (κατ’ όνομα μόνο) αυτοκρατορία.
Έτσι, όταν στις αρχές Απριλίου του 1453 η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε περικυκλωμένη από τουλάχιστον 150 000 φανατισμένους Τούρκους με ικανό και αποφασισμένο αρχηγό, ενώ μέσα από τα τείχη βρίσκονταν μόνο 8 500 στρατιώτες (σε συνολικό πληθυσμό 50 000) με τον αυτοκράτορα στον πλευρό τους και ακόμα πιο αποφασισμένοι να τα υπερασπιστούν, η κατάληξη δεν θα μπορούσε παρά αργά ή γρήγορα να είναι η κατάληψη της Πόλης.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου.

Η αυτοκρατορία του Βυζαντίου είχε εκείνες τις ημέρες του Μαΐου του 1453 την τελευταία ηρωική αναλαμπή της, ενώ η λαμπρότητα των αυτοκρατόρων της διατηρήθηκε στην μνήμη των υπόδουλων μέσα από τον συμβολισμό της ενδυμασίας των επισκόπων, την οποία υιοθέτησαν μετά την Άλωση.

Πηγές: από την Εκπομπή «Η Μηχανή του Χρόνου», Η παρακμή του Βυζαντίου και 1453 η Άλωση της Πόλης.           

                                                                                                                        Γ. Μεταξάς