Άλλες μεγάλες τραγωδίες του Ελληνισμού, πηγαίνοντας προς τα πίσω, μπορεί να θεωρηθούν:
- Η πτώση της Κωνσταντινούπολης.
- Ο θάνατος του Μ. Αλέξανδρου και οι διαμάχες των διαδόχων του (βλ. σχόλιο στο τέλος*).
- Ο Πελοποννησιακός πόλεμος.
Η Ελλάδα στο πλευρό των νικητών του Α’ΠΠ
Τον Οκτώβριο του 1914 η οθωμανική αυτοκρατορία μπήκε στον Α’ΠΠ, στο πλευρό της Γερμανίας.
Αυτή η κίνηση και μόνο αρκούσε για να προδιαγράψει την τύχη της, όταν αργότερα βρέθηκε από την πλευρά των ηττημένων.
Από τον Ιανουάριο του 1915 η Βρετανία προσέφερε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στα Μικρασιατικά παράλια, εφόσον η Ελλάδα θα συμμετείχε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.
Όμως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν συμφωνούσε με αυτή την ιδέα, σε αντίθεση με τον Βενιζέλο που έβλεπε στην πρόταση αυτή μια ευκαιρία για την Ελλάδα.
Τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, η Βρετανία επιχειρεί να ανοίξει δίοδο μέσα από τουρκικό έδαφος (Δαρδανέλια) προς τη Ρωσία που πιέζεται από τη Γερμανία, και καταλήγει στην αποτυχημένη εκστρατεία της Καλλίπολης, με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές.
Στις μάχες αυτές αναδύθηκε ο ηγετικός ρόλος του Κεμάλ, και φάνηκε και η μαχητικότητα των Τούρκων όταν υπερασπίζονταν την πατρίδα τους, παράγοντες που δεν αξιολογήθηκαν αργότερα από την ελληνική πλευρά όπως θα έπρεπε.
Το ενδιαφέρον είναι, ότι ενώ ο Ι. Μεταξάς το 1914 υποστήριζε μια αιφνιδιαστική ελληνική επίθεση εναντίον της Τουρκίας στην Καλλίπολη, μετά από σχεδόν ένα χρόνο δεν θα τη θεωρούσε πια εφικτή ακόμα και μέσα στα πλαίσια της συμμετοχής στη Συμμαχική επίθεση, εξαιτίας τής στο μεταξύ οχύρωσης της περιοχής από τους Γερμανούς.
Δύο σημαντικά γεγονότα πριν από την είσοδο της Ελλάδος στον Α'ΠΠ είναι η σφαγή στη Φώκαια (λίγο βορειότερα από τη Σμύρνη) τον Ιούνιο του 1914 και η έναρξη της γενοκτονίας των Αρμενίων και Ασσυρίων το 1915, που δείχνουν τις προθέσεις εθνοκάθαρσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (ακόμα), που μπήκε στον πόλεμο στην πλευρά της Γερμανίας στο τέλος του 1914.
Τον Ιούνιο του 1917, ο Κωσταντίνος αναγκάζεται να παραιτηθεί και να φύγει από την Ελλάδα μαζί με τον πρωτότοκο γιό του Γεώργιο, παραχωρώντας τον θρόνο στον δευτερότοκο γιό του Αλέξανδρο.
Αμέσως ο Βενιζέλος έβαλε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, μέχρι τον Μάρτιο του 1918 που Γερμανία συνθηκολόγησε και τελείωσε ο Α’ΠΠ.
Στη συνέχεια, οι νικητές Σύμμαχοι μεθοδεύουν τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, τον Νοέμβριο του 1918 συμμαχικός στόλος στον οποίο συμμετείχε και ο ελληνικός, αγκυροβόλησε στην Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας ενθουσιασμό στον ελληνικό πληθυσμό της Πόλης, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας.
Ήδη η οθωμανική αυτοκρατορία είχε αρχίσει να διαλύεται από μέσα, με το κίνημα των Νεότουρκων, που με αρχηγό τον Μουσταφά Κεμάλ ήθελαν να αντικαταστήσουν την πολυεθνική παραδοσιακή οθωμανική αυτοκρατορία με ένα σύγχρονο και αμιγώς τουρκικό κράτος.
Τον Απρίλιο του 1919, η Αγγλία βλέποντας τις προθέσεις της συμμάχου της (της τελευταίας στιγμής) Ιταλίας να καταλάβει τη Σμύρνη (είχε ήδη τα Δωδεκάνησα), και προφανώς θεωρώντας την πιο επικίνδυνο ανταγωνιστή από την Ελλάδα για τα συμφέροντά της στο Αιγαίο, ζήτησε από τον Βενιζέλο να στείλει η Ελλάδα πρώτη στρατό εκεί.
Ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη
Ο Βενιζέλος φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία, και στις 2 Μαΐου του 1919, ο ελληνικός στρατός αποβιβάσθηκε στην Σμύρνη, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα.
Για να δείξει στους Συμμάχους ότι η Ελλάδα μπορεί να διοικήσει τη Σμύρνη και τη γύρω περιοχή χωρίς μεροληψίες, ο Βενιζέλος ορίζει σαν πολιτικό διοικητή της Σμύρνης τον Αριστείδη Στεργιάδη, Κρητικό νομικό από το Ηράκλειο, που είχε αποδείξει σε αντίστοιχη θέση στην Ήπειρο ότι μπορούσε να κρατήσει ίσες αποστάσεις από όλες τις εθνότητες που κατοικούσαν εκεί.
Ο Στεργιάδης πέτυχε τον στόχο που του έθεσε ο Βενιζέλος, αλλά εξαιτίας του απόλυτου χαρακτήρα του και της απότομης συμπεριφοράς του το παράκανε, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι μεροληπτούσε υπέρ των Τούρκων και να γίνει αντιπαθής στους Έλληνες.
H προκυμαία της Σμύρνης, πριν την καταστροφή
Στο μεταξύ, το κίνημα του Κεμάλ ισχυροποιείται και εξοπλίζεται κυρίως με τη βοήθεια των Ιταλών, και τον Σεπτέμβριο του 1919 ο Κεμάλ ξεκινά ένοπλο αγώνα με το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους».
Από την άλλη πλευρά, οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να αποσπάσουν την Κωνσταντινούπολη από την Τουρκία και να δημιουργήσουν εκεί διεθνές κράτος, ώστε να έχουν τον έλεγχο των Στενών, αν και ο Βενιζέλος πρόβλεπε ότι αργά η γρήγορα η Κωνσταντινούπολη θα περνούσε ειρηνικά σε ελληνικά χέρια, μια και το εκεί ελληνικό στοιχείο ήταν πολύ ισχυρό.
Όμως, ενώ οι Τούρκοι οργανώνονταν, οι Έλληνες (δηλαδή ο Βενιζέλος) για ένα περίπου έτος δεν είχαν εξασφαλίσει το «πράσινο φως» από τους Συμμάχους για επίθεση εναντίον των τουρκικών δυνάμεων, ώστε να εξουδετερώσουν οριστικά τον κίνδυνο.
Σε αντίθεση, στο μέτωπο της Θράκης υπήρξε μεγαλύτερη κινητικότητα και τον Σεπτέμβριο του 1919 ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τη Δυτική Θράκη, ενώ με τη συνθήκη των Σεβρών τον Ιούνιο του 1920 παραχωρείται στην Ελλάδα επιπλέον της Δυτικής και η Ανατολική Θράκη, οπότε ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει εύκολα και αυτήν.
Οι ελληνικές αυτές επιτυχίες προβληματίζουν τους Γάλλους και τους Ιταλούς, που βλέπουν να ισχυροποιείται σημαντικά η επιρροή της Αγγλίας στο Αιγαίο (μέσω της αγγλόφιλης βενιζελικής κυβέρνησης), ο Βενιζέλος όμως καταφέρνει με διπλωματικές ενέργειες να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα.
Τον Μάρτιο του 1920, η διαμάχη μεταξύ των σουλτανικών και κεμαλικών έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που οι Σύμμαχοι κάνουν πάλι αισθητή την παρουσία τους στην Κωνσταντινούπολη, εισβάλλοντας κυριολεκτικά μέσα στο οθωμανικό κοινοβούλιο και κάνοντας συλλήψεις.
Αυτή η κατάσταση ευνοεί τους Έλληνες που παίρνουν επιτέλους την άδεια των Συμμάχων να καταδιώξουν τις δυνάμεις του Κεμάλ. Κατά μία άποψη, η σαφώς υποστηρικτική στάση της Βρετανίας αποσκοπούσε και στη γενική αποδυνάμωση των Τούρκων, ώστε οι τελευταίοι να μην μπορέσουν να διεκδικήσουν τα πετρέλαια της Μοσούλης, στο βόρειο Ιράκ.
Το κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη (αριστερά), και το κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής στη Νέα Σμύρνη (δεξιά), ακριβές αντίγραφο του πρώτου.
Ο ελληνικός στρατός προωθείται στη Μικρά Ασία
Η νέα εκστρατεία ξεκινά στις αρχές Ιουνίου 1920 καταλαμβάνοντας τις παλιές ελληνικές πόλεις Φιλαδέλφεια, Πάνορμο, Προύσα.
Μάλιστα, επειδή η Προύσα θεωρείτο από τους Μουσουλμάνους «ιερή» και κατελήφθη χωρίς την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, ο Βενιζέλος επέκρινε τον Έλληνα αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, καθώς φοβόταν η ενέργεια αυτή θα μείωνε τη διαπραγματευτική του ισχύ απέναντι στους Συμμάχους.
Πάντως λίγο αργότερα υπεγράφη η συνθήκη των Σεβρών, που αφαιρούσε από την οθωμανική αυτοκρατορία τα 4/5 των εδαφών της, ενώ η Μεγάλη Ελλάδα ήταν γεγονός!
Παρά τον θρίαμβο της ελληνικής πολιτικής, ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα από τη συντηρητική αντιπολίτευση που προσδοκούσε να επαναφέρει στον θρόνο τον Κωνσταντίνο, αλλά και από το μικρό τότε κομουνιστικό κόμμα (ΣΕΚΕ) που έβλεπε την κατάληψη της Σμύρνης σαν «ιμπεριαλιστική» κίνηση.
Πριν λοιπόν ο Βενιζέλος προλάβει να επιστρέψει από τη Γαλλία στην Ελλάδα με τη συνθήκη των Σεβρών «στην τσέπη του», γίνεται δολοφονική απόπειρα εναντίον του από φιλοβασιλικούς αξιωματικούς.
Και ο Βενιζέλος μεν σώζεται, αλλά ξεσπούν ταραχές στην Αθήνα μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, και μέσα στην αναταραχή δολοφονείται ο διπλωμάτης και πολιτικός Ίων Δραγούμης, που αν και αντιβενιζελικός ήταν ένθερμος πατριώτης και είχε συνεισφέρει σημαντικά στην υπόθεση της Μακεδονίας.
Ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές
Κάτω από την έντονη πίεση της φιλοβασιλικής αντιπολίτευσης που θεωρούσε ότι ο πόλεμος τελείωσε, ο Βενιζέλος κάνει το μεγάλο λάθος (όπως ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα) να προκηρύξει εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920, πιστεύοντας ότι θα τις κερδίσει εύκολα και θα εδραιώσει έτσι τη διακυβέρνησή του.
Γεγονός είναι ότι η θητεία της Βουλής είχε λήξει προ πολλού, αλλά ανανεώνονταν με παρατάσεις, εξαιτίας της πολεμικής περιόδου.
Όμως τόσο εξαιτίας των νέων ψηφοφόρων από τα νεοκατακτηθέντα εδάφη που δεν είχαν ελληνική συνείδηση, όσο και εξαιτίας της κόπωσης των στρατιωτών που πολλοί υπηρετούσαν ήδη από τους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά κυρίως από την εφαρμογή του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, η παράταξη του Βενιζέλου αν και συνολικά πήρε περισσότερους ψήφους από τους αντιπάλους της, ηττήθηκε συντριπτικά.
Και σαν να μην έφτανε αυτή η δυσμενής εξέλιξη (όπως αποδείχθηκε) για την πορεία της Ελλάδας, λίγο νωρίτερα, στις 12 Οκτωβρίου, είχε πεθάνει ο βασιλιάς Αλέξανδρος από μόλυνση που του προκάλεσε δάγκωμα του οικόσιτου πιθήκου του, έναν περίπου μήνα πριν.
Η συνεργασία του Βενιζέλου με τον Αλέξανδρο ήταν αρμονική.
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου και πριν ακόμα από τις εκλογές, ο Βενιζέλος είχε προτείνει στον διάδοχο Παύλο (τρίτο γιό του Κωνσταντίνου) τον θρόνο, αλλά αυτός τον αρνήθηκε, θεωρώντας ότι ανήκει δικαιωματικά στον πατέρα του.
Με αυτές τις συνθήκες λοιπόν, η εκλογική διαμάχη εξελίχθηκε σε σκληρή αναμέτρηση Βενιζέλου εναντίον Κωνσταντίνου, με κύριο επιχείρημα των αντιβενιζελικών την επιστροφή των στρατευμένων στα σπίτια τους.
Οπότε, έναν περίπου μήνα μετά τις εκλογές η νέα κυβέρνηση κάλεσε τον λαό σε δημοψήφισμα σχετικά με την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου, που κερδήθηκε από τον τελευταίο με ποσοστό 99%!, δημιουργώντας φυσικά αμφιβολίες για την εγκυρότητά του.
Και είναι υπέρτατη τραγική ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς ότι η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή, ίσως ξεκίνησε από το ... δάγκωμα ενός πίθηκου!
Κάτι που δεν διέφυγε και από το οξύ πνεύμα του W. Churchill, ο οποίος έγραψε αργότερα ότι ένα τέταρτο του εκατομμυρίου άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας του δαγκώματος ενός πίθηκου.
Μετά τις εκλογές, ο Βενιζέλος φεύγει για το Παρίσι, με σκοπό να απομακρυνθεί από την πολιτική, ενώ αρχηγός της κυβέρνησης αναλαμβάνει ο Δ. Ράλλης σαν πιο μετροπαθής.
Και ενώ ο αρχιστράτηγος Λ. Παρασκευόπουλος (που ήταν από τη Σμύρνη), αντικαθίσταται από τον Α. Παπούλα, ο ύπατος της Σμύρνης Α. Στεργιάδης διατηρείται στη θέση του.
Μαζί με τον Παρασκευόπουλο αντικαθίστανται και πολλοί έμπειροι βενιζελικοί αξιωματικοί, που η απουσία τους θα είναι καθοριστική στην εξέλιξη του πολέμου.
Η μεταστροφή των Συμμάχων
Με τη νέα κυβέρνηση όμως, η στάση των Συμμάχων αρχίζει να μεταστρέφεται.
Η Αγγλία, ήδη πριν το δημοψήφισμα προειδοποίησε σαφώς την ελληνική κυβέρνηση ότι η επάνοδος του Κωνσταντίνου θα σήμαινε και την διακοπή της οικονομικής βοήθειας που έπαιρνε η Ελλάδα, αλλά η προειδοποίηση αυτή δεν είχε αποτέλεσμα, παρότι φάνηκε σύντομα ότι η νέα κυβέρνηση είχε πρόθεση να συνεχίσει στη Μικρασία την πολιτική του αντιπάλου της Βενιζέλου!
Και αν η στάση της Αγγλίας δεν είχε μεταστραφεί τελείως εναντίον της Ελλάδας, δεν έγινε το ίδιο με τη Γαλλία και την Ιταλία, που τώρα βοηθούσαν ανοικτά τους κεμαλικούς.
Ακόμα και η κομουνιστική πλέον Ρωσία συνεργάζονταν με τους κεμαλικούς, τόσο επειδή η Ελλάδα είχε στείλει εναντίον της εκστρατευτικό σώμα στην Οδυσσό μαζί με τους Γάλλους τον χειμώνα του 1918, όσο και γιατί θεωρούσε ότι η Ελλάδα συμπεριφέρονταν «ιμπεριαλιστικά» στη Μικρά Ασία, ενώ έβλεπε στον επαναστάτη Κεμάλ έναν ομοϊδεάτη και σύμμαχο.
Θύμα της παραπάνω προσέγγισης ήταν η κατάργηση του κράτους της Αρμενίας το 1920, πριν ακόμα προλάβει να δημιουργηθεί (η ίδρυσή του είχε προβλεφθεί από τη συνθήκη των Σεβρών).
Ακολούθησε η συστηματική εξόντωση (γενοκτονία) των Αρμενίων, ένα προοίμιο της τύχης και του Ποντιακού Ελληνισμού, δύο χρόνια αργότερα.
Τον Δεκέμβριο λοιπόν του 1920, η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να πάρει κυριολεκτικά την τύχη του Ελληνισμού στα χέρια της, και διατάσσει κινητοποίηση των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των δυνάμεων του Κεμάλ, οι οποίες είχαν αναθαρρήσει μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου.
Η επιχείρηση αυτή των ελληνικών δυνάμεων δεν εξελίχθηκε καλά, με αποτέλεσμα να υπάρξει υποχώρηση για πρώτη φορά, από την απόβαση στην Μικρά Ασία.
Επιπλέον, λίγους μήνες μετά στη διάσκεψη του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1921, ο Κεμάλ αναγνωρίζεται σαν αρχηγός κράτους και οι εκπρόσωποί του κάθονται ισότιμα στο τραπέζι μεταξύ των εκπροσώπων του Σουλτάνου και των Ελλήνων.
Στη διάσκεψη αυτή έγινε σαφής η άρση της υποστήριξης των Συμμάχων προς την Ελλάδα, με κυριότερη αιτιολογία την παρουσία του Κωνσταντίνου στο θρόνο, και το μόνο που κατάφερε η Ελλάδα ήταν να έχει την «ανοχή» της Αγγλίας σε ενδεχόμενες νέες επιχειρήσεις εναντίον των κεμαλικών, οι οποίοι φυσικά απέρριπταν πλήρως τη Συνθήκη των Σεβρών.
Πορεία του ελληνικού στρατού στην Αλμυρή Έρημο
Προς την Άγκυρα!
Με αυτές τις προϋποθέσεις, ξεκινά αρχές Μαρτίου του 1921 νέα ελληνική επίθεση εναντίον των Τούρκων στην Μικρά Ασία, έχοντας ξεκάθαρα πλέον εναντίον της, Ιταλούς, Γάλλους και Ρώσους.
Παρόλο που μια πιο συνετή στρατηγική την οποία συμβούλευε ο Βενιζέλος από το Παρίσι, θα ήταν να οχυρωθούν και να κρατηθούν οι περιοχές της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης, η νέα κυβέρνηση υπερεκτιμώντας ασυγχώρητα την κατάσταση, θέλησε να εκμηδενίσει την Τουρκία (και να δοξαστεί!) καταλαμβάνοντας την Άγκυρα!
Οι νέες επιχειρήσεις όμως δεν εξελίσσονται θετικά για τα ελληνικά όπλα, και η μόνη αισιόδοξη νότα είναι η επιτυχία του θρυλικού 5/42 συντάγματος Ευζώνων του Πλαστήρα στο Τουμλού Μπουνάρ, που έδωσε μια ανάσα στο ελληνικό στράτευμα.
Στο μεταξύ, νέος πρωθυπουργός της φιλοβασιλικής παράταξης αναλαμβάνει ο Δ. Γούναρης, που προτείνει επανειλημμένα στον Ι. Μεταξά την αρχιστρατηγία.
Ο τελευταίος όμως βλέποντας το αδύνατο του εγχειρήματος που έχει αναλάβει ο ελληνικός στρατός δεν την αποδέχεται, συνηγορώντας στην πρόταση Βενιζέλου, δηλαδή σε αμυντικό πόλεμο ώστε να διασωθεί ότι έχει ήδη κατακτηθεί.
Και είναι ενδεικτικό της κατάστασης, ότι ένας κορυφαίος πολιτικός (Βενιζέλος) και ένας κορυφαίος στρατιωτικός (Μεταξάς) έχουν την ίδια άποψη για την εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, παρότι ανήκουν σε αντίπαλες παρατάξεις!
Στις αρχές Ιουνίου 1921, και ενώ οι Έλληνες ετοιμάζονται για νέα επίθεση, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία προτείνουν συμβιβαστική λύση με τη μεσολάβησή τους, όμως η ελληνική κυβέρνηση την απορρίπτει.
Η άρνηση αυτή, εκτός από τις συνέπειες στο μέτωπο της Μικρασίας που θα τις δούμε παρακάτω, είχε σαν αποτέλεσμα οι Σύμμαχοι στο τέλος του 1921 να παραχωρήσουν τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία, και ένα χρόνο αργότερα να της παραχωρήσουν και 14 χωριά της περιοχής της Κορυτσάς.
Αρχές του Ιουλίου 1921 λοιπόν, οι ελληνικές δυνάμεις εξορμούν προς το Εσκί Σεχίρ που το καταλαμβάνουν εύκολα, επειδή ο τουρκικός στρατός εφαρμόζει τακτική υποχώρησης ανατολικότερα από τον Σαγγάριο ποταμό.
Η τακτική του Κεμάλ είναι προφανής. Θέλει να παρασύρει τους Έλληνες πέρα από τον Σαγγάριο, εκεί που αρχίζει η Αλμυρή Έρημος, όπου οι κλιματικές συνθήκες, η δυσκολία ανεφοδιασμού και το κακοτράχαλο έδαφος μετά την έρημο, θα καταπονήσουν σοβαρά τον ελληνικό στρατό.
Αυτό το αντιλαμβάνεται ο αρχιστράτηγος Παπούλας, που καλεί σε σύσκεψη την κυβέρνηση για να επιβεβαιωθεί ότι ο αντικειμενικός στόχος παραμένει η Άγκυρα.
Τελικά, η απόφαση είναι η συνέχιση της εκστρατείας, παρόλο που κάποιοι ανώτατοι αξιωματικοί επισημαίνουν το ακατόρθωτο του εγχειρήματος.
Έτσι, στις αρχές Αυγούστου 1921 ο ελληνικός στρατός περνάει τον Σαγγάριο χωρίς ενόχληση από τους Τούρκους, που στη συνέχεια όμως αποδύονται σε πόλεμο φθοράς των καταπονημένων ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες ωστόσο συνεχίζουν την προέλασή τους.
Επανεκτιμώντας την κατάσταση ο Παπούλας, έχει πλέον σοβαρές αμφιβολίες για την ορθότητα της απόφασης για την κατάληψης της Άγκυρας και προς το τέλος Αυγούστου ζητάει ξανά οδηγίες από την κυβέρνηση, η οποία μετά από διάφορες χρονοτριβές τελικά «νίπτει τας χείρας της», και ζητάει ουσιαστικά από τον Παπούλα να αποφασίσει μόνος του!
Αν οι ιστορικές πληροφορίες δεν έχουν κάποια δόση υπερβολής, η απόφαση του Παπούλα τελικά για υποχώρηση, λήφθηκε λίγες ώρες πριν ο Κεμάλ αποφασίσει να υποχωρήσουν οι δικές του δυνάμεις προς την Άγκυρα!
Η υποχώρηση
Όπως και να έχει, οι ελληνικές δυνάμεις στο τέλος του Αυγούστου 1921 άρχισαν να υποχωρούν δεχόμενες συνεχείς επιθέσεις από τους Τούρκους, αλλά κατάφεραν να περάσουν δυτικά του Σαγγάριου χωρίς μεγάλες απώλειες.
Μέσα στο Σεπτέμβριο, ο ελληνικός στρατός είχε φθάσει πολεμώντας και υποχωρώντας συντεταγμένα μέχρι στο Εσκί Σεχίρ, εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει την προέλαση προς την Άγκυρα δύο μήνες πριν.
Η ελληνική στρατιωτική αεροπορία ήταν πρωτοπόρος στη χρήση του αεροπλάνου για αναγνώριση και βομβαρδισμό, μάλιστα τον Αύγουστο του 1921 ελληνικό αεροπλάνο βομβάρδισε την Άγκυρα.
Υπό την πίεση των εξελίξεων αυτών, αρχές Οκτωβρίου 1921 πολυάριθμη ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Γούναρη ξεκινάει για το Παρίσι και το Λονδίνο με σκοπό να ζητήσει διπλωματική υποστήριξη, αλλά και δάνειο για την κάλυψη των εξόδων του πολέμου.
Η συνάντηση με τον Γάλλο πρωθυπουργό Μπριάν δεν απέδωσε, μάλιστα την ίδια ημέρα της συνάντησης αυτής υπογράφονταν στην Άγκυρα γαλλοκεμαλικό σύμφωνο, με την οποία η Γαλλία πέρα από στρατιωτική ενίσχυση προς τον Κεμάλ, αναγνώριζε την κυβέρνησή του σαν την μόνη νόμιμη στην Τουρκία.
Προς το τέλος Οκτωβρίου η ελληνική αντιπροσωπεία ξεκίνησε συζητήσεις στο Λονδίνο.
Οι Άγγλοι όμως έκαναν σαφές ότι έβαζαν σε προτεραιότητα τη συνοχή των Συμμάχων έναντι της βοήθειας προς την Ελλάδα, και αντί για κυβερνητικό δάνειο παρέπεμψαν τους Έλληνες στη αγορά του Λονδίνου, αλλά ακόμα και αυτή η προσπάθεια απέτυχε.
Τον Δεκέμβριο, ο ίδιος ο Γούναρης με έναν συνεργάτη του μεταβαίνουν από το Λονδίνο στη Ρώμη, και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Η αρχή του 1922 βρίσκει την ελληνική κυβέρνηση άσχημα «στριμωγμένη», και ο αρχιστράτηγος Παπούλας ξεκαθαρίζει ότι αν ο ελληνικός στρατός δεν μπορέσει να ενισχυθεί, θα πρέπει να αποχωρήσει από την Μικρά Ασία για να διασώσει τουλάχιστον τη Θράκη.
Χάρτης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία.
Καθώς η ελληνική προσπάθεια στην Ευρώπη τελικά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ο Γούναρης τον Φεβρουάριο του 1922 παραιτείται, αλλά ελλείψει αποδεκτών υποψηφίων από την παράταξή του, αναγκαστικά διατηρεί την πρωθυπουργία.
Τα συσσωρευμένα προβλήματα αναζωπυρώνουν τις εντάσεις μεταξύ βενιζελικών και "κωνσταντινικών", με δολοφονίες και απόπειρες δολοφονιών εναντίον των βενιζελικών, επειδή ασκούν έντονη κριτική στην κυβέρνηση για τους πολιτικούς χειρισμούς της.
Αρχές του Μαρτίου 1922 γίνεται στο Παρίσι σύσκεψη των Συμμάχων με σκοπό την εύρεση αποδεκτής και από τα δύο μέρη λύσης.
Η νέα πρόταση δεν περιλαμβάνει πλέον αυτόνομη Σμύρνη και η ελληνική κυβέρνηση έχει μεγάλο δίλημμα αν πρέπει να τη δεχτεί προκειμένου να αποφύγει την καταστροφή.
Από το δίλημμα αυτό τη βγάζει ... ο Κεμάλ, που απορρίπτει τις προτάσεις από την πλευρά της Τουρκίας.
Σαν να μην έφταναν τα άλλα προβλήματα, το κόστος του πολέμου έχει γίνει δυσβάσταχτο για την Ελλάδα, και η κυβέρνηση Γούναρη προχωράει σε μεγάλη υποτίμηση (διαίρεση δια δύο) του νομίσματος, ενώ στο τέλος Απριλίου ο Γούναρης παραιτείται και αναλαμβάνει ο Πρωτοπαπαδάκης.
Ύστατες προσπάθειες για να σωθεί η Σμύρνη
Στο μεταξύ, από τον Οκτώβριο του 1921 στη Σμύρνη είχε ιδρυθεί η «Μικρασιατική Άμυνα» που συνεργάζεται με την «Εθνική Άμυνα» που είχαν ιδρύσει νωρίτερα στην Κωνσταντινούπολη βενιζελικοί αξιωματικοί, με σκοπό την δημιουργία αυτόνομης περιοχής με κέντρο τη Σμύρνη.
Αντιπροσωπεία της «Μικρασιατικής Άμυνας» που επισκέφθηκε τον Γούναρη τον Απρίλιο του 1922 δεν βρήκε υποστήριξη, έλαβε όμως διαβεβαίωση από τον Γούναρη ότι η κυβέρνησή του δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει την Μικρά Ασία.
Τον Μάιο του 1922, ο αρχιστράτηγος Παπούλας διαφωνώντας με την κυβέρνηση που τον πίεζε να δράσει παραιτείται και αναλαμβάνει ο Γ. Χαντζηανέστης.
Η επιλογή του Χατζηανέστη όμως δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από το στράτευμα, εξαιτίας της μικρής πολεμικής του πείρας αλλά και του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του.
Ο Χατζηανέστης πρότεινε και η κυβέρνηση δέχτηκε, να γίνει επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης στα μέσα Ιουλίου από τον ελληνικό στρατό, σαν κίνηση αντιπερισπασμού ώστε να μειωθεί η πίεση των Τούρκων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Η ιδέα δεν ήταν άσχημη, αλλά δεν έλαβαν υπόψη την αντίδραση των Συμμάχων που ήταν ξεκάθαρα αρνητική, και μάλιστα τους κοινοποιήθηκε ενώ ο Χατζηανέστης είχε ήδη αποσπάσει σημαντική δύναμη στρατού από το Μικρασιατικό μέτωπο και το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη.
Υποεκτιμήθηκε επίσης σοβαρά η ετοιμότητα του Τουρκικού στρατού να εξαπολύσει σύντομα γενική επίθεση, πράγμα του έγινε αντιληπτό με τον χειρότερο τρόπο λίγο αργότερα.
Από την αρχή της τουρκικής επίθεσης στα μέσα του Αυγούστου του 1922, έγινε φανερό ότι το ηθικό και η πολεμική ικανότητα του ελληνικού στρατού είχε υπονομευθεί σοβαρά, και η υποχώρηση κατέληξε σε άτακτη φυγή.
Απεγνωσμένο τηλεγράφημα του Στεργιάδη προς την κυβέρνηση για την αποστολή πλοίων για τον στρατό και τους αμάχους, συνάντησε την ουσιαστική άρνηση του Γούναρη, που ήθελε να αποφύγει τη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος για πολιτικούς λόγους!
Το παρακάτω κωμικοτραγικό συμβάν δείχνει το γενικότερο αλαλούμ που επικρατούσε τις ημέρες εκείνες.
Η κυβέρνηση επιτέλους αντικατέστησε τον αρχιστράτηγο Χατζηανέστη με τον Ν. Τρικούπη, στον οποίο και έστειλε τον διορισμό του.
Ο Τρικούπης όμως είχε ήδη συλληφθεί αιχμάλωτος δύο ημέρες πριν, και τον διορισμό του τον έμαθε από τον ίδιο ... τον Κεμάλ.
Η κυβέρνηση διόρθωσε το λάθος της διορίζοντας αρχιστράτηγο τον Γ. Πολυμενάκο, ο οποίος όμως το μόνο που μπορούσε πλέον να κάνει είναι να διατάξει υποχώρηση και επιβίβαση του στρατού στα πλοία για τα γειτονικά ελληνικά νησιά.
Το μαρτύριο του Μητροπολίτη Χρυσόστομου που δεν θέλησε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, οι αγωνιώδεις προσπάθειες του άμαχου πληθυσμού για να σωθεί από τις τουρκικές βιαιότητες και η ανάλγητη συμπεριφορά των περισσότερων ξένων πληρωμάτων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Σμύρνης, είναι πολύ γνωστά και τραγικά γεγονότα για να τα επαναλάβουμε εδώ.
Η Σμύρνη στις φλόγες.
Επίλογος
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για το τι έφταιξε για τη Μικρασιατική καταστροφή.
- Ο Βενιζέλος, με την απόφασή του για εκλογές ενώ ο πόλεμος ουσιαστικά συνεχίζονταν.
- Οι Σύμμαχοι, που όχι μόνο απέσυραν την υποστήριξή τους στην Ελλάδα, αλλά ειδικά οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, και (εκτός Συμμαχίας) οι Ρώσοι, που υποστήριξαν σαφώς τον Κεμάλ.
- Οι φιλοβασιλικοί, που υπαναχώρησαν στην αρχική τους υπόσχεση για τερματισμό του πολέμου, και ειδικά ο Γούναρης που παρόλο προσωπικά δεν είχε μιλήσει για τερματισμό του πολέμου, σήκωσε το βάρος της "ασυνέπειας" της πολιτικής του παράταξης.
- Ο «ρεβανσισμός» των φιλοβασιλικών, που αποδυνάμωσε τον στρατό από πολλά έμπειρα στελέχη, και την ευνοιοκρατία που έφτασε να κάνει αντιστράτηγο τον άπειρο στα στρατιωτικά πρίγκιπα Ανδρέα.
- Ο Κωνσταντίνος, που ενώ ήξερε ότι η παρουσία του στον ελληνικό θρόνο ήταν κόκκινο πανί για τους Συμμάχους, δεν παραχώρησε τη θέση του στον γιό του Γεώργιο.
- Ο ικανότατος Κεμάλ, που συνδύαζε άριστα τον ρόλο του πολιτικού και του στρατιωτικού.
- Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, που όχι μόνο δεν παρακολουθούσε τις πολεμικές επιχειρήσεις από κοντά, αλλά απέσυρε αρκετές δυνάμεις από το Μικρασιατικό μέτωπο που κινδύνευε άμεσα, για να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη!
- Όμως στην ουσία, η καταστροφή προήλθε από την διχαστική αντιπαλότητα των δύο πολιτικών παρατάξεων βενιζελικών και φιλοβασιλικών και κυρίως από την αδιαλλαξία των τελευταίων, καθώς και την ανικανότητά τους να διακρίνουν το προφανές, ότι δηλαδή χωρίς την υποστήριξη των Συμμάχων εξαιτίας της παρουσίας του Κωνσταντίνου, δεν ήταν δυνατόν η Μικρασιατική εκστρατεία να έχει άλλη κατάληξη.
Συνιστώμενα βιβλία για περισσότερες πληροφορίες:
- "H ΥΠΟΣΧΕΣΗ", του Αρίστου Κατσή, ΕΜΠΕΙΡΙΑ εκδοτική.
- "Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης. Πλευρές της Μικρασιατικής Τραγωδίας", του Βλάση Αγτζίδη, εκδόσεις Πατάκη.
Η ιστορία αυτή είναι τόσο πολύπλοκη, που είτε θα τη διαβάσει κάποιος αναλυτικά, είτε συνεπτυγμένα και ακόμα καλύτερα σε μορφή κόμικ, όπως προτείνεται εδώ.
Εξάλλου είναι γεμάτη προδοσίες, φόνους και σφετερισμό εξουσίας μεταξύ των πρώην φίλων και συμπολεμιστών, που διέλυσε ότι είχε κατορθώσει να ενώσει ο Αλέξανδρος, και μόνο η αιγυπτιακή δυναστεία του Πτολεμαίου είχε κάποια αξιόλογη συνέχεια.
Γ. Μεταξάς